Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Η λεύκα



της Ειρήνης Σκούρα
 
 
Ο κύριος Παναγιώτης καταγόταν από τον Πόντο. Βαθιά, μέσα από την Τρωάδα, την πατρίδα εκείνης της κακιάς μάγισσας που σκότωσε τα δυο της παιδιά από εκδίκηση κι έρωτα. Όμως αυτός  καμιά σχέση δεν είχε μ’ εγκλήματα. Bαφτισμένος στην Παναγία τη Σουμελά ήξερε μόνο να δίνει αντί να παίρνει ζωές και θα καταλάβετε στη συνέχεια τι θέλω να σας πω.
 Ήρθε μια μέρα ξαφνικά στη ζωή μας κι έφυγε το ίδιο ξαφνικά. Ψηλός, καλοφτιαγμένος άνθρωπος, όμως με αρθριτικά και δύσκολα γεράματα, όπως γερνούσαν οι άνθρωποι παλιά. Πριν την ώρα τους. Ζητούσε το διευθυντή και περίμενε υπομονετικά έξω από την πόρτα.
- Είμαι ο νέος επιστάτης… Χαραλαμπίδης Παναγιώτης… , είπε κι άπλωσε σε όλους ένα τραχύ, τεράστιο χέρι.
Παλιά δούλευε ως εισπράκτορας στα λεωφορεία. Από τότε όμως που μπήκαν τα μηχανάκια για την ακύρωση των εισιτηρίων, ήταν πλέον περιττός. Όσους ήταν κοντά στη σύνταξη, τους έκαναν επιστάτες στα σχολεία. Τους νέους τους εκπαίδευσαν για οδηγούς κι άλλους τους έδιωξαν. Γυρόφερνε μ’ ένα κατσαβίδι επιδιορθώνοντας ζημιές. Λες και ήταν φτιαγμένος μόνο γι αυτό. Περνούσε όλη την μέρα αλλάζοντας λάμπες, βάζοντας τζάμια, σφίγγοντας μεντεσέδες. Και στο τέλος καθόταν πλάι στην είσοδο, ένας αποσταμένος Κέρβερος με βαριά πρεσβυωπία.
Ο κύριος Παναγιώτης έμενε με την κυρά του στον Υμηττό, σ’ ένα παλιό προσφυγικό σπίτι. Ένα δωμάτιο και κουζίνα. Εκεί μεγάλωσαν τα παιδιά τους, δυο θηρία πια, ο ένας ηλεκτρολόγος κι ο άλλος ταξιτζής. Ένα ζεστό βράδυ του Ιουλίου ο κυρ-Παναγιώτης δεν είχε ύπνο. Ο θόρυβος του δρόμου είχε κοπάσει κι αυτός, μπροστά στην αυλή του, κάτω από τ’ αστέρια, περίμενε καρτερικά τον ύπνο. Είχε υιοθετήσει μια λεύκα που ήταν στο πεζοδρόμιο και τα βράδια μες στις μυρωδιές από γιασεμιά και βασιλικούς της σιγοψιθύριζε. Κι η γυναίκα του έπαιρνε όρκο πως μιλούσε μόνο σ’ εκείνον και πως όταν εκείνη πλησίαζε κόβονταν απότομα οι κουβέντες.
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, μια παρέα τρελαμένων εφήβων με γέλια και φωνές πετάχτηκαν με πολλά γκάζια από το στενό. Ένα φορτηγό για να τους αποφύγει έπεσε πάνω στο πεζοδρόμιο . Χτύπησε με δύναμη στη μικρή λεύκα και την ξερίζωσε. Το μισό φορτηγό χώθηκε στην αυλή τους. Όμως εκείνο που πιο πολύ τον πείραζε δεν ήταν ο γκρεμισμένος μαντρότοιχος και τα σαραβαλιασμένα κάγκελα. Ήταν περισσότερο η σπαρακτική κραυγή της λεύκας, που όμως κανένας άλλος έξω απ΄ αυτόν δεν άκουγε κι αυτό μπορούν να το βεβαιώσουν κι οι γείτονες που πετάχτηκαν έξω αλαλιασμένοι με τα νυχτικά. Το περιστατικό αυτό δεν θα το θυμόταν κανένας μετά, αφού ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα κι όλα τα κανόνισε η τροχαία. Το Πρώτων Βοηθειών πήρε μακριά το φορτηγατζή που αρνιόταν βρίζοντας θεούς και δαίμονες να πάει στο νοσοκομείο, μόνο ζητούσε να τον αφήσουν «να ρίξει ένα βρωμόξυλο στα κωλόπαιδα».Εκείνα στέκονταν σε μια γωνιά κι έτρεμαν απ’  την τρομάρα.
#-#-#
Το Σεπτέμβρη, όταν γυρίσαμε στο σχολείο την είδαμε θαλερή κι όμορφη να μας περιμένει δίπλα στην κεντρική είσοδο του σχολείου: η λεύκα του  κυρ-Παναγιώτη. Δεν μάθαμε ποτέ πώς τα κατάφερε, πώς το κουβάλησε ως εδώ, πώς το φύτεψε μονάχος, πώς το στήριξε το πληγωμένο του ξωτικό σε τούτη τη γωνίτσα της σχολικής αυλής. Όμως η λεύκα αυτή με τον πληγωμένο κορμό μιλά μόνο με τον κυρ-Παναγιώτη που αναστενάζει κουνώντας το κεφάλι του :
-Ξέρουμε μεις οι πρόσφυγες τι πάει να πει ξεριζωμός…Μην πάθει κι αυτή η κακομοίρα ό,τι πάθαμε κι εμείς.
Όσο περνούν τα χρόνια η λεύκα απλώνει ρίζες και κλαριά και γίνεται ένα κανονικό, μεγάλο δέντρο. Το καλοκαίρι ρίχνει σκιά στην αίθουσα της Α’ Τάξης και την άνοιξη τα παιδιά τη βλέπουν μέρα με τη μέρα να βγάζει τα καινούργια φύλλα. Το φθινόπωρο πάλι τινάζει τα χρυσάφια της παντού. Κάποιοι μαθητές μου χαζεύουν τότε απ’ έξω και δεν παρακολουθούν το μάθημα. Είναι πολύ πιο όμορφη από τη Γραμματική, το παραδέχομαι.
Μια μικρή προσφυγοπούλα ήρθε και ρίζωσε εδώ. Ο σωτήρας της πήρε σύνταξη σε τρία χρόνια. Ήρθε κάμποσες φορές να μας δει  σέρνοντας τ’ αρθριτικά του στις σκάλες. Κάποια στιγμή σταμάτησαν κι αυτές οι λιγοστές επισκέψεις. Τα καλοκαίρια κάποιοι από τους ονειροπόλους μαθητές μου, που τους διηγήθηκα την ιστορία του δέντρου, το ποτίζουν τα πρωινά εκ περιτροπής πηδώντας την κλειστή αυλόπορτα του σχολείου. Και παίρνουν όρκο πως ακούν έναν ψίθυρο σαν ανθρώπινη ομιλία που ακούν μόνο, όπως λένε κάποιοι, εκείνοι που τα δέντρα μπορούν πραγματικά να εμπιστευθούν.


  




Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Επιστροφή στο παρελθόν



από τη Γιώτα Φλώρου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)

 
Δεν κατάλαβα ότι είχε περάσει τόσο πολύ η ώρα. Ήμουν τόσο απορροφημένη. Είχα κυριολεκτικά βυθιστεί μέσα στις ιλουστρασιόν σελίδες ενός λευκώματος. Ενός ακόμη συλλογικού βιβλίου για τον κινηματογράφο, από τα πολλά που μας έρχονται κάθε χρόνο στο βιβλιοπωλείο που δουλεύω. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες ηθοποιών. Άντρες και γυναίκες που πέρασαν στην ιστορία, όχι μόνο για το ταλέντο τους στην υποκριτική-ορισμένοι αμφιβάλλω αν το διέθεταν- αλλά, κυρίως, για τη ζωή τους. Την πολυτάραχη και με άσχημο τέλος ζωή τους. Συνήθως. Μόνο που σε αυτό δεν απεικονίζονταν στις γνωστές τους πόζες, αλλά, ίσως λιγάκι πιο ανθρώπινα. Αμακιγιάριστες οι κυρίες, ορισμένες σαν τα κορίτσια της διπλανής πόρτας χωρίς το κόκκινο κραγιόν τους, ατημέλητοι οι κύριοι, με ένα τσιγάρο στο χέρι να ρίχνουν μια ματιά στο ρόλο τους ή να κοιτούν τον σκηνοθέτη τους αφ’ υψηλού από την καρέκλα που έγραφε το όνομά τους, λίγα γράμματα μονάχα που κόστιζαν εκατομμύρια, να τους παρακαλά με το βλέμμα να παίξουν έτσι όπως είχαν συμφωνήσει τη σκηνή και όχι όπως θα τους κατέβαινε αργότερα στο κεφάλι.
Κόντευαν μεσάνυχτα όταν αποφάσισαν να κλείσω το βιβλίο με έναν αναστεναγμό και το βιβλιοπωλείο με ανακούφιση και να επιστρέψω στο σπίτι. Πάντα κοιτάζω γύρω μου και πίσω μου, όταν βγαίνω στο δρόμο. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Ειδικά αν ο δρόμος είναι φαινομενικά ήσυχος. Άλλωστε, το Λος Άντζελες, δεν φημίζεται για την ασφάλεια του. Από το πουθενά, μπορεί να εμφανιστεί απροσδόκητα ένας κλέφτης, ένας ναρκομανής και να σου κλέψει ότι έχεις και δεν έχεις. Ακόμα και το πιο πολύτιμο αγαθό. Την ίδια σου τη ζωή.
Ο άσπρος φάκελος που βρήκα στο γραμματοκιβώτιο με ξάφνιασε. Έγραφε το όνομά μου απέξω και μου φάνηκε ιδιαίτερα επίσημος. Απόρησα, κυρίως γιατί δεν έχω οικογένεια ή φίλους που να μένουν μακριά και να με θυμήθηκαν. Μόλις μπήκα στο μικρό μου διαμέρισμα, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τον ανοίξω, πριν ακόμα ανοίξω τα φώτα.
Καθώς διάβαζα, κοντά στο παράθυρο, κάτω από τα φώτα του δρόμου για να βλέπω, έβαλα το χέρι στο μέρος της καρδιάς μου ασυναίσθητα. Μιας καρδιάς που είχε περάσει πολλά, αν και δεν ήταν δική μου. Ήταν που το παρελθόν, τόσο καλά κρυμμένο και λιγάκι ξεχασμένο από μένα, εισέβαλλε από παντού, χωρίς να με ρωτήσει.
Λίγες επίσημες λέξεις. Ανοίγει η διαθήκη τους και πρέπει να είσαι εκεί. Αυτό ήταν όλο και όλο. Λίγες λέξεις γιατί μηδαμινές ήταν οι δικές μου επαφές μαζί τους τα τελευταία χρόνια. Και έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που τους είδα για τελευταία φορά. Από τότε που είδα το σπίτι που έμενα. Εκεί με καλούσαν να πάω. Στη Νέα Υόρκη, στο σπίτι της οδού Μπόλτον. Του δρόμου με τις επαύλεις, τους φροντισμένους κήπους και τις πισίνες ολυμπιακών διαστάσεων. Έκλεισα τα μάτια για να θυμηθώ πόσες φορές είχα περπατήσει το δρόμο αυτό κρατώντας σφιχτά το χέρι μιας από τις δύο γυναίκες που ήταν υπεύθυνες για την ανατροφή μου. Όταν ήμουν πολύ μικρή, ο δρόμος αυτός ήταν τα σύνορα του κόσμου μου και πίστευα αφελώς ότι κάπως έτσι θα ήταν και ο υπόλοιπος κόσμος. Όταν μεγάλωσα λίγο, άρχισα να πιστεύω ότι μπορείς να έχεις όλα όσα θες από υλικά αγαθά, αλλά να σου λείπουν βασικά πράγματα, όπως, για παράδειγμα, η αγάπη των γονιών σου.
Μεγάλωσα σε ένα παλάτι. Κυριολεκτικά. Από αυτά τα σπίτια που βλέπεις στα περιοδικά και λες ότι δεν υπάρχουν. Είχα τα πάντα από μωρό. Εκτός από τους γονείς μου. Γιατί ήταν ένα από τα πιο διάσημα επιχειρηματικά ζευγάρια. Ένα στοιχείο που τους έκανε διάσημους ήταν και η διαφορετικότητά τους. Ο τρόπος που δεν έμοιαζαν καθόλου εξωτερικά. Γιατί ο πατέρας μου ήταν Αφροαμερικάνος και η μητέρα μου Γερμανίδα. Και έτσι εγώ κοιτάζω κάθε πρωί το πρόσωπο μου στον καθρέπτη και βλέπω μια μελαψή κοπέλα με γαλάζια μάτια. Ασυνήθιστος συνδυασμός, έτσι δεν είναι; Σπάνιος. Δεν έχω παράπονο, από μικρό κοριτσάκι μέχρι σήμερα με έχουν κοιτάξει με άπειρους τρόπους. Θαυμασμός, ζήλεια, αδιαφορία, χυδαιότητα, αλλά, κυρίως περιέργεια αντίκριζα στα μάτια όλων.
Οι γονείς μου έλειπαν συνέχεια. Έπρεπε να προωθήσουν και να διαφημίσουν τους εαυτούς τους και την δουλειά τους σε όλο τον κόσμο. Η Νέα Υόρκη ήταν η βάση τους, εκεί που κατέστρωναν τα φιλόδοξα σχέδια τους και η υπόλοιπη υφήλιος ήταν ο στόχος τους. Σε κάθε τους επιστροφή έφερναν μαζί τους ακόμα περισσότερες επιταγές με πολλά μηδενικά. Αυτό σήμαινε ακόμα περισσότερα παιχνίδια για μένα για να καλύψουν με την ικανοποίηση ακόμα και των πιο παράλογων απαιτήσεων μου,  το κενό που ένιωθα μέσα μου, την απουσία τους από τη ζωή μου.
Από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, δυο γυναίκες ήταν οι «γονείς» μου. Η Κίσα και η Τζέιντα. Μου κράταγαν το χέρι στο δρόμο, με κοίμιζαν, άκουγαν τις φωνές μου όταν ξυπνούσα από εφιάλτες τα βράδια, με παρηγορούσαν, μου σκούπιζαν τα δάκρυα όταν μάταια ήθελα τον μπαμπά και τη μαμά μου, έφτιαχναν τα καλύτερα φαγητά και τα πιο νόστιμα γλυκά, με βοηθούσαν στα μαθήματα, απαντούσαν σε όλες τις ερωτήσεις μου, με συμβούλευαν για όλα τα θέματα.
Ήταν και οι δύο έγχρωμες, αλλά είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας. Από την μικρότερη την Κίσα, που πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι, όταν εγώ ήμουν παιδί, έμαθα να αγαπώ τις ταινίες. Δεν υπήρχε μέρα που να μην έβλεπε μια ταινία το βράδυ, όταν τελείωνε τις δουλειές και μπορούσε πλέον να ξεκουραστεί. Και εγώ ήμουν σχεδόν πάντα μαζί της στα ασπρόμαυρα και έγχρωμα ταξίδια της. Στην αρχή, με έβαζε να βλέπω για να απασχολώ το μυαλό μου και να μην κλαίω. Μετά, έγινε η συνήθεια μας. Διαλέγαμε επιμελώς τις ταινίες που θα βλέπαμε. Όλα τα είδη, από τις πιο χαζές, τις πιο ακριβές παραγωγές, μέχρι τις πιο καλλιτεχνικές. Από την μεγαλύτερη, την Τζέιντα, που ήταν στα πενήντα της, όταν τη γνώρισα, έμαθα να πιστεύω στον Θεό που μέχρι τότε μου ήταν άγνωστος.  Έλεγε πως αν δεν ήταν Εκείνος να με προσέχει, ίσως να ήμουν στα ουράνια μαζί του. Και δεν το έλεγα άδικα αυτό.
Γεννήθηκα με ένα μικρό πρόβλημα στην καρδιά. Δεν μπορούσα να τρέχω πολύ, ούτε να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια για οτιδήποτε. Η Τζέιντα προσευχόταν στον Θεό για εμένα κάθε μέρα. Και όσο μάθαινα για τον μεγαλοδύναμο, τόσο τον αγαπούσα και εγώ με τη σειρά μου. Κάθε βράδυ στο κρεβάτι μου, όταν γονάτιζα εγώ και εκείνη για να τον ευχαριστήσουμε πάντα αναφερόμουν στους γονείς μου, πάντα ζητούσα να είναι καλά και να επιστρέψουν στο σπίτι τους και σε μένα.
Για μια στιγμή μονάχα αν αποστρέψει ο Θεός το βλέμμα του και τη σκέψη του, από πάνω μας, συμβαίνουν τα χειρότερα. Δεν μισώ πολλά πράγματα ως άνθρωπος. Τη φασαρία, την αγένεια, μα, κυρίως, το χτύπημα του τηλεφώνου τα ξημερώματα. Αυτό συνέβη πολύ αργότερα. Κόντευα τα είκοσι τότε. Το τηλέφωνο αντήχησε στη μεγάλη και πολυτελή μας σάλα δύο με τρεις φορές, αν θυμάμαι καλά, πριν η Κίσα τρέξει να το προλάβει, πριν μάθει το δυσάρεστο νέο. Ότι οι γονείς μου έχασαν τη ζωή τους σε αεροπορικό δυστύχημα.
Θυμάμαι με κατηγόρησαν που δεν φόρεσα τα ρούχα του πένθους, που δεν έκλαιγα με λυγμούς όταν τους αποχαιρετούσα, που δεν έκλαψα γενικώς. Και εγώ δεν μίλησα, άκουγα αδιαφορώντας, μα, ήθελα να τους ρωτήσω πως γίνεται να κλάψεις για δυο ανθρώπους που ουσιαστικά δεν γνώριζες και αν το έχουν κάνει οι ίδιοι πολλές φορές στη ζωή τους. Ναι, ήταν οι βιολογικοί μου γονείς, αλλά δεν ήταν ποτέ εκεί για μένα.
Το γεγονός αυτό και η ηλικία στην οποία βρισκόμουν με έκαναν να πάρω μια απόφαση ζωής. Δεν το σκέφτηκα πολύ. Ναι, μεν, όταν έκλεινε η βαριά πόρτα πίσω μου, βούρκωσα γιατί αποχαιρετούσα τις δυο πιο σημαντικές γυναίκες της ζωής μου, αυτές που με έκαναν αυτό που είμαι, αλλά, ήθελα να ζήσω, όχι να είμαι κλεισμένη στην πολυτελή φυλακή που ήμουν τόσο χρόνια ξοδεύοντας τα χρήματα που έβγαλαν οι γονείς μου με κόπο.
Από τότε, λίγες ήταν οι επαφές μου με την Κίσα και την Τζέιντα και αυτές μονάχα στην αρχή. Μετά, απορροφήθηκα από την πραγματικότητα, από τη δουλειά, τους φίλους και τους έρωτες που έρχονταν και έφευγαν.
Για αυτό είπα ότι το παρελθόν εισέβαλλε από παντού και με ανάγκασε να θυμηθώ. Και αν πήγαινα στο σπίτι που έμενα για να ακούσω τι έλεγαν στην διαθήκη τους, θα πήγαινα περισσότερο από περιέργεια. Να δω πως είναι το παρελθόν μετά από χρόνια.
Το ταξί με άφησε ακριβώς μπροστά στην μαύρη βαριά πόρτα της εισόδου. Την πόρτα με τα σκαλίσματα. Θεέ μου, ήταν σα να μην είχα φύγει ποτέ. Έψαξα για το κουδούνι κάτω από τις φυλλωσιές που το είχαν σκεπάσει. Μια φωνή που μου φάνηκε γνωστή μου απάντησε.
«Ποιος είναι;»
Δίστασα για μια στιγμή. «Η Κέρυ είμαι.»
Δεν ακούστηκε κανένας ήχος μετά. Λίγα λεπτά αργότερα, η βαριά πόρτα έτριξε ανοίγοντας και είδα μια φιγούρα που ξεπήδησε κατευθείαν από το πηγάδι των παιδικών μου χρόνων. Ήταν η Κίσα. Ήταν σίγουρα εκείνη, πιο μεγάλη από ότι την θυμόμουν. Άλλωστε, και εγώ είχα μεγαλώσει. Ανάμεσα στα άλλοτε μακριά, μαύρα της μαλλιά είδα γκρίζες τούφες και στο ακόμα όμορφο πρόσωπό της, τα αδυσώπητα σημάδια του χρόνου. Έβγαλε μια κραυγή, ανάμεσα σε υπερβολική χαρά που με έβλεπε ξανά και πόνο που με είχε χάσει τόσα χρόνια και έτρεξε να με αγκαλιάσει. Μόλις την αγκάλιασα, ήρθε στα ρουθούνια μου η μυρωδιά της, μια μυρωδιά που με παρηγορούσε κάποτε και με έκανε να αισθάνομαι ασφαλής.
Με πήρε από το χέρι, σαν να ήμουν ακόμα μικρό κοριτσάκι, με οδήγησε πρώτα στον κήπο. Παρατήρησα με έκπληξη ότι όλα βρίσκονταν στη θέση τους. Τα σιντριβάνια με τα αγάλματα, τα δέντρα, τα πολύχρωμα λουλούδια. Και το «παλάτι», πάντοτε επιβλητικό να με προσκαλεί στο εσωτερικό του.
«Δεν περίμενα να έρθεις», μου είπε η Κίσα καθώς ανεβαίναμε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της εισόδου.
«Ούτε η Τζέιντα το περίμενε;», ρώτησα, πάλι σαν να είχα να τις δω όχι χρόνια, αλλά μόνο μια μέρα.
«Καημένη Τζέιντα», είπε χωρίς να με κοιτάξει. «Έφυγε δύο χρόνια αφού έφυγες και εσύ.»
«Και που πήγε;», ρώτησα αφελώς.
Η σιωπή της Κίσα με έκανε να καταλάβω. Η Τζέιντα είχε φύγει για πάντα, είχε πάει να συναντήσει τον Θεό που τόσο αγαπούσε. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Δεν ξέρω αν ήταν επειδή μόλις είχα μάθει το νέο του θανάτου της ή επειδή είχα μπει στο σπίτι ή και από τα δύο. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω πολλά, δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω για τη Τζέιντα, ούτε για το πώς είναι η ίδια.
«Δεν ξέρω αν σε περιμένουν», μου είπε η Κίσα και έδειξε την πόρτα που οδηγούσε σε αυτό που ήταν κάποτε το γραφείο του πατέρα. Ήμουν σίγουρη ότι με περίμεναν. Ήμουν σίγουρη ότι θα είχαν σκεφτεί ότι αν εμφανιζόμουν θα ήταν για τα χρήματα, αλλά, είχαν κάνει λάθος. Τόσο καιρό έζησα πατώντας στα δικά μου πόδια, χωρίς να στηριχτώ σε κανέναν.
Πάλι έβαλα το χέρι στην καρδιά μου, η οποία δεν μπορούσε να μην σταματήσει να χτυπά δυνατά. Δεν γινόταν αλλιώς. Οι γονείς μου άφηναν σε εμένα το σπίτι, ένα μεγάλο ποσό στην τράπεζα σε ένα λογαριασμό που μέχρι τώρα ήταν άγνωστος και το μεγαλύτερο μέρος από την εταιρεία που είχαν ιδρύσει. Με λίγα λόγια, μπορούσα άνετα να πω ότι ήμουν ξανά πλούσια.
Αν το περίμενα; Δεν ξέρω. Μάλλον δεν περίμενα τίποτα από εκείνους, ωστόσο με είχαν στο μυαλό του περισσότερο από όσο νόμιζα. Σκέφτηκα που θα μπορούσα να είμαι και τι θα άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει αν δεν είχα φύγει ποτέ από εδώ. Αν είχα πραγματοποιήσει το κρυφό μου όνειρο, να γίνω ηθοποιός. Άλλωστε, οι γονείς μου είχαν πολλές γνωριμίες σε όλους τους χώρους και ειδικά σε αυτόν του θεάματος. Κάτι θα μπορούσε να είχε γίνει. Αναρωτιέμαι αν είναι αργά πια για νέα ξεκινήματα.
«Έλα να πάμε μια βόλτα στον δρόμο, όπως κάναμε παλιά», είπα στην Κίσα και βγήκα στο πεζοδρόμιο. «Έχω μια πολύ σημαντική απόφαση να πάρω. Και αυτή τη φορά θέλω τη συμβουλή σου.»