Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Παρατήρηση



  του Σπύρου Αναγνωστόπουλου          
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)                      


Το Φως του ήλιου διαπερνούσε τα βλέφαρα μου. Ίσα-ίσα που είχα ξυπνήσει. Κοίταξα το ρολόι μου έγραφε 11.30 η ώρα. Πήγα λοιπόν να αλλάξω πλευρό να συνεχίσω τον ύπνο μου μιας και ήταν νωρίς για Σάββατο, έπρεπε να ξεκουραστώ κ’ άλλο αλά ήταν ήδη αργά. Άσχημες σκέψεις είχαν μπει στο κεφάλι μου όπως συμβαίνει τις 3 τελευταίες εβδομάδες. Αναμνήσεις μαζί με τα φορτισμένα συναισθήματα τους που δεν μπορούν πια λόγω των συνθηκών να εκφορτιστούν με κατέκλυζαν. Στο πρώτο τσιγάρο με τον πρωινό καφέ έμπαινα λοιπόν στον κόσμο των ψυχολογικών μου βασανιστηρίων. Έτσι ξεκίνησε η μέρα μου, έτσι με τέτοια ψυχολογία κοίταξα τον ήλιο της ημέρας.
    
Έκπληκτος με τον ίδιο μου τον εαυτό για το πόσο βαρύς και ασήκωτος αισθανόμουν ενώ καλά καλά δεν είχα ξυπνήσει άρχισα να ψάχνω ένα τρόπο να φύγει αυτό το πράγμα από πάνω μου. Δεν ήθελα να πω τι με έθλιβε ή τι δύσκολη κατάσταση είχα περάσει αλλά να περάσω όπως εγώ θεωρώ καλά, μέσω μιας συζήτησης  να βρω κάτι ενδιαφέρον να στραφεί η σκέψη μου σε κάποιο άλλο θέμα, να χαλαρώσει σχεδόν ασυνείδητα η οπτική γωνία που είχα γι’ αυτό που έχασα. Η λύση βρέθηκε στο να πάρω τηλέφωνο ένα φίλο που είχα καιρό να δω. Πίστευα ότι μια φιλοσοφική συζήτηση μαζί του θα με βοηθούσε πραγματικά. Το απόγευμα όπως είχαμε κανονίσει βρεθήκαμε. Όταν έφτασα ο φίλος ήταν ήδη εκεί και με περίμενε. Τον χαιρέτησα και το αυθόρμητο γέλιο δεν άργησε να έρθει και από τις δύο μεριές( αυτό το ζεστό χαμόγελο που είναι γεμάτο εμπιστοσύνη γι’ αυτόν που βλέπεις). Καθίσαμε στην κοντινότερη καφετέρια από εκεί που συναντηθήκαμε λόγω της προσμονής και των δύο για μια ενδιαφέρουσα, ποικίλης θεματολογίας κουβέντα.

Σήμερα θα εξομολογηθείς μου είπε ενώ παραγγέλναμε με ένα ύφος κατανόησης και ένα τόνο χιουμοριστικού κυνισμού. Αυτή η πρόταση έφτασε για να μου φτιάξει τη διάθεση και να ξεκινήσουμε να μιλάμε για θέματα που μας αφορούσαν και το κυριότερο μας έκαναν να νοιώθουμε ωραία που είχαμε βρεθεί. Η συζήτηση που διήρκησε πολλές ώρες κυμαινόταν γύρω από το ζήτημα του εγώ. Της εικόνας που δημιουργούμε μέσα από φίλτρα για εμάς και για τους ανθρώπους γύρω μας. Με αναφορές σε ανθρώπους που έγραψαν γι’ αυτά τα θέματα, με εμπειρίες προσωπικές, εικόνες-γεγονότα της ιστορίας οι ώρες περνούσαν, το θέμα συζήτησης μας εξελισσόταν <<έτσι τουλάχιστον θέλαμε να πιστεύουμε>> και ο καφές αντικαταστάθηκε από ποτήρια κρασιού, όλα αυτά βέβαια με τη βοήθεια της ζωντανής ρεμπέτικης μουσικής που είχε το μαγαζί.Το τελευταίο θέμα που αγγίξαμε από ότι θυμάμαι και λέω αγγίξαμε γιατί είναι δύσκολο να αναλυθεί σε βάθος ήταν το συναίσθημα της αυτολύπησης. Ο πόνος που μας διακατέχει, πως σε διάφορες καταστάσεις κυριευόμαστε από λύπη για τον εαυτό μας. Το αίσθημα μοναξιάς, φόβου για το άγνωστο που έρχεται, για το μίσος προς όλους κυρίως προς τον εαυτό μας. Οι συνέπειες που όλες αυτές οι αντιδράσεις έχουν γεμάτες αλαζονεία και αγκάλιασμα σφιχτό της θλίψης μας. Όλα μέσα σε ένα φάσμα μαύρο.Στο τέλος της βραδιάς περπατάγαμε γεμάτοι σιωπή να πάρουμε το τρένο της επιστροφής. Αποχαιρετιστήκαμε και πήγε ο καθένας προς την κατεύθυνση του. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου σκεφτόμουν τις ιδέες προς σκέψη, διαμόρφωση των ήδη σκέψεων που απέκτησα κουβεντιάζοντας με ένα καλό φίλο. Ένα πράγμα μόνο με έκανε να απορώ με την προηγούμενη μέρα ( είχε περάσει 12 μμ το ρολόι). Του είχα τελικά εκμυστηρευτεί τι με βασάνιζε;

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Omne Βonum Τrium (μτφρ: όλα τα καλά πράγματα είναι τρία)



της Ευτυχίας Φράγκου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013) 

(Σεπτέμβριος 1998/ Αλεξανδρούπολη…)
 Ένιωθε τα πόδια της να μην την στηρίζουν, η μητέρα της τη σταύρωσε όπως έκανε κάθε πρωί, ενώ την κυνηγούσε με το γάλα στο χέρι... Την ξεπροβόδισε, τη φίλησε και μονολόγησε “Καλή χρονιά πριγκιπέσα μου...”
Η πριγκιπέσα ένιωθε τα μάτια της να καίνε... Το σώμα της να πονάει.
3η Λυκείου. Πλέον στην Αλεξανδρούπολη. Μακριά από το Αρσάκειο. Μακριά από τον Μίκυ, τη Μίνι, τον Καμμένο, την Φώκια, μακριά από τους φίλους με τους οποίους μεγάλωσε και όλα αυτά γιατί ο πατέρας της πήρε έδρα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα της Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής.
 Σκέφτηκε να μην πάει καθόλου. Σκέφτηκε να εξαφανιστεί. Να πάει στο αεροδρόμιο και να γυρίσει στην Αθήνα.
Έβαλε ακουστικά. Ακουγόντουσαν οι Guns n' Roses “Don't cry”...
 Τα δάκρυα έτρεχαν.
Οι σκέψεις έτρεχαν.
Τα πόδια της έτρεχαν.
 Της ήρθε αναγούλα. Στεναχώρια με γεύση από γάλα που μόλις είχε πιει...
 Μπήκε στο προαύλιο, νόμιζε ότι θα σωριαστεί. 100 ζευγάρια μάτια έπεσαν πάνω της. Ένιωθε την ενέργειά τους. Η καινούρια 17χρονη Άλκηστις. Ψηλή, αδύνατη. Τα μαλλιά της πολύ μακριά καστανά τα είχε λιτά στους ώμους.. Δεν είναι μόνο η εκτυφλωτική της ομορφιά. Είναι αυτή η λάμψη της... Είναι από αυτούς τους ανθρώπους που όταν τους γνωρίζεις ξέρεις ότι δεν πρόκειται να ζήσουν μια συμβατική ζωή. Από τους ανθρώπους που ξέρεις ότι θα αλλάξουν την ζωή και πολλών άλλων ανθρώπων.. Όταν χαμογελάει τα μάτια της γίνονται τελείως σκιστά, και τότε ακριβώς είναι που μπορεί να κατακτήσει τα πάντα.
'Εχει ακόμα τα ακουστικά στα αυτιά της, τα βγάζει νωχελικά, ενώ το βλέμμα της είναι στα πετροπλυμένα μαύρα Σταράκια της. Γνωρίζει ότι όλοι την κοιτάζουν. Γνωρίζει και τη δύναμη που μπορεί και ασκεί πάνω στους ανθρώπους, αλλά ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος…
 Τα υπόλοιπα παιδιά φυσικά και γνωρίζονται όλα μεταξύ τους. Ο Άλκης, ο Ορέστης, και ο Γιάννης κλωτσάνε μια μπάλα, όλοι μιλάνε, γελάνε κάποιοι σπρώχνονται…Δείχνουν με τη στάση τους ότι έχουν πάψει πια να είναι μέρος του σχολείου. Είναι οι μεγάλοι, δεν είναι πια παιδιά.. Τα αγόρια πλέον ξυρίζουν το μουστάκι τους, κάποιοι ψιλοκαπνίζουν ενώ τα κορίτσια είναι πλέον σχηματισμένες ολοκληρωμένες γυναίκες.. Μία παρέα σχολιάζει επικριτικά τη μόνη καινούρια της τάξης. Αυτή είναι η Άλκηστις…
Μπαίνει στη σειρά. Θέλει να τρέξει και να σηκωθεί να φύγει. Δίνει κουράγιο στον εαυτό της όπως έκανε μικρή: “Κουράγιο πριγκιπέσα, κουράγιο, μια χρονιά είναι θα περάσει”.  Μόλις τελειώνει ο αγιασμός ανεβαίνουν στην αίθουσα. Στις σκάλες της χαμογελάει ο Άλκης...
 Ο Άλκης ήταν ο καλλιτέχνης του σχολείο. Έχει μακριά μαλλιά, τεράστια καταγάλανα μάτια και  θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Όνειρο του είναι να ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο… Διαβάζει Αριστοτέλη και ντρέπεται να το λέει.
Στα 17 δεν είναι και από αυτά που τα λες με καμάρι. Όταν οι περισσότεροι το πιο εξωσχολικό που διαβάζουν είναι κανένα playboy με τα γυμνόστηθα κορίτσια που σβήνουν λίγη από την κάψα των ορμονών που σε τρελαίνουν...
 «Καινούρια είσαι;»
«Ναι…»
«Καλωσήρθες… Ναι ρε παιδιά πείτε κάτι.. Δεν είμαστε τόσο μαλάκες πάντα. Πώς σε λένε;»
«Άλκηστις»
«Ωραίο όνομα...Λες το δικό μου να είναι το αρσενικό του δικού σου ονόματος; Γιατί με λένε Άλκη… Ε.. Αυτός είναι ο Ορέστης και αυτός ο Γιάννης»
«Ρε Άλκη τι μαλακίες λες στην κοπέλα;» τον τσίγκλισε ο Ορέστης...
 Η Άλκηστις έσκασε το πρώτο μειδίαμα της ημέρας... Ένιωσε τη ζέστη της φωνής του Άλκη, τη ζέστη του σώματός του.  Ήθελε να τον αγκαλιάσει... Εκεί που είχε μυρμηγκιάσει το σώμα της όλο, της μίλησε χαμηλόφωνα.
«Δείχνεις χλωμή. Μη μασάς. Εγώ είμαι εδώ. Δεν θα αφήσω να σε πειράξει κανείς...»
Του έγνεψε καταφατικά. Δεν μπόρεσε να καταλάβει εκείνη τη στιγμή την ορμητικότητα και την προστατευτικότητα του Άλκη. Ούτε αυτό το αλλοπρόσαλο της ρημαδοζωής που έλεγε και η γιαγιά Άλκηστις. Με κάποιους ελάχιστους ανθρώπους στη ζωή για έναν ανεξήγητο λόγο, ο χρόνος καταργείται. Είναι σαν να τους ξέρεις. Σαν να σε ξέρουν από πάντα. Σαν να έχουν ήδη ειπωθεί τα ανείπωτα. Κουμπώνουν όλα. Το ηχόχρωμα των φωνών, οι ανάσες, το χιούμορ...
Αυτό είναι κάτι που θα το καταλάβαινε πολλά χρόνια αργότερα.
 Χρειάστηκε μερικά διαλείμματα και μερικές μέρες για να γίνουν αχώριστοι. Όχι μόνο η Άλκηστις και ο Άλκης αλλά και ο Ορέστης και ο Γιάννης. Οι τρεις άντρες έγιναν οι τρεις σωματοφύλακες της!!
 Ο Γιάννης ήταν ο άντρας, ο αλήτης της παρέας. Ψηλός, αθλητικός, δυναμικός αν και λίγο αψύς. Δεν του άρεσε το διάβασμα και το σχολείο αν και λόγω της Άλκηστις θα προσπαθήσει γιατί θα θελήσει να την εντυπωσιάσει. Ο Ορέστης ήταν ο πιο απόμακρος, ο πιο σιωπηλός, ο πιο μοναχικός. Λάτρευε τα ζώα και τη φύση… Λάτρευε τα δελφίνια, τους δεινόσαυρους, τα άλογα, το πράσινο… Αγαπούσε τα ζώα και τη φύση πιο πολύ ίσως και από τους ίδιους τους ανθρώπους..
 Οι τρεις σωματοφύλακες κάθε πρωί περνάγανε και την παίρνανε από το σπίτι της, χτύπαγαν το κουδούνι της και λέγανε «Οι τρεις σωματοφύλακες είμαστε»,  παίρνανε τυρόπιτες από το φούρνο, καβαλάγανε τα ποδήλατα και πηγαίνανε σχολείο… Μετά την πηγαίνανε στα μαθήματα χορού.. Η Άλκηστις λάτρευε το χορό, λάτρευε την κίνηση, και αυτοί οι 3 τη χαζεύανε πίσω από τα τζάμια της Σχολής Αθανασιάδη. Κυρίως όμως είχε αρχίσει ήδη να λατρεύει τους τρεις πιο σημαντικούς άντρες της ζωής της… Τους τρεις σωματοφύλακες…
Η Άλκηστις τους έκανε να αγαπήσουν το διάβασμα… Τους δάνειζε τα βιβλία από την βιβλιοθήκη του πατέρα της, βιβλία του Φρόυντ, του Μπέκετ, του Ντοστογιέφσκι και του Τσέχωφ. Αφού ο καθένας τους είχε τελειώσει το βιβλίο το αναλύαν με τις ώρες. Τσακωνόντουσαν ακόμα και για τις επιλογές των ηρώων. Τους έλεγε πολλές φορές “Μπορείτε να με φωνάζετε Όλια, είμαι μία από τις Τρεις Αδελφές” και έσκαγαν στα γέλια.
Τους μεταμόρφωσε, όπως μεταμορφώνονται οι άνθρωποι όταν αφήνονται, όταν παραδίνουν την καρδιά τους.  Τους έγραφε κασέτες ροκ, και καθόντουσαν με τις ώρες και μιλάγανε για τα πάντα… Τις Κυριακές πηγαίνανε με μηχανάκια μέχρι τη Μαρώνεια κάνανε μπάνιο, και αράζαν στο κτήμα του Γιάννη. Παίζανε επιτραπέζια. Scrabble, Monopoly, taboo, παίζανε χαρτιά κυρίως ξερή και πλακωτό στο τάβλι. Στη θάλασσα παραβγαίνανε στο κολύμπι και βουτάγαν από τους βράχους της Μαρώνειας όλοι μαζί πιασμένοι χέρι- χέρι. Στο κτήμα του Γιάννη μετά τις Πανελλήνιες 8 μήνες μετά τη γνωριμία τους, βλέπανε ταινίες με Charlie Chaplin, ταινίες του Felini και του Tarkovsky.
 Δεν υπήρχε άλλη γυναίκα για αυτούς. Απομακρύνθηκαν από τους υπόλοιπους φίλους και από όλους εκείνους που μισούσαν την Άλκηστη. Κάποιοι τη λέγανε «πρωτευουσιάνα», «αλλόκοτη», ενώ ακόμα και κάποιοι γονείς δεν έχαναν την ευκαιρία να θεωρούν περίεργο και ύποπτο ότι κάνει παρέα μόνο με άντρες… Δεν έλειπαν και αυτές οι γλώσσες που έλεγαν ότι απλά είναι «μια κωλοπετσωμένη Αθηναία πουτάνα». Οι σωματοφύλακες της δεν δέχονταν μύγα στο σπαθί τους για την Άλκηστη τους… Μάλωναν, κοντράρονταν, επιτίθονταν σε οποιονδήποτε έπιανε στο στόμα τους την δική τους Άλκηστη..
Ήταν και οι τρεις κρυφά ερωτευμένοι μαζί της, με έναν πολύ ιδιότυπο, διαφορετικό για τον καθένα τρόπο. Ήταν μαγεμένοι μαζί της, και αυτή είχε κατορθώσει να τους κάνει να βγάλουν τον καλύτερο τους εαυτό… Είχαν γίνει οι καλύτεροι μαθητές, οι καθηγητές ήταν ενθουσιασμένοι μαζί τους και η επιτυχία στις Πανελλήνιες μάλλον ήταν δεδομένη...
 Όταν μιλάγανε για τον έρωτα,η  Άλκηστις σηκωνόταν όρθια, άλλαζε τη φωνή της περιπαιχτικά και τους έλεγε πως δεν πιστεύει σε αυτόν τον εγκόσμιο ταπεινό έρωτα, πως αυτά είναι επινοήσεις των μεγάλων που απλά περιπλέκουν τη ζωή…
 Μία μέρα στο κτήμα του Γιάννη βγάλανε ένα χαρτί και συμφωνήσανε να ταξιδέψουνε μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου, να φτάσουνε μέχρι τις Ινδίες. Υπογράψανε όλοι, κλείσανε το χαρτί σε ένα φάκελο και βάλανε το φάκελο σε ένα παλιό μπαούλο στο σπίτι του Γιάννη…
Όπως και στο μυθιστόρημα του Δουμά στους Τρεις σωματοφύλακες, ο Άλκης, ο Ορέστης και ο Γιάννης σαν να είναι ο Άθως, ο Πόρθος και ο Άραμις… Έδωσαν τα χέρια και απλά υποσχέθηκαν «Ένας για όλους και Όλοι για έναν», μόνο που σε αυτή την ιστορία στην υπόσχεση μπήκε και μια γυναίκα…
Εκείνη γύρισε και τους είπε με το γνωστό της ναζιάρικο ύφος με το οποίο λιώνανε “Omne Bonum Trium”... (όλα τα καλά πράγματα είναι τρία) και αυτοί το βρήκαν μεγαλοφυές. Και υποσχέθηκαν να κάνουν όλοι το ίδιο τατουάζ με αυτή την καινούρια κωδικοποιημένη φράση, που συμπύκνωνε την τριπλή τους αγάπη για την Άλκηστη...

ΙΝΔΙΑ 2010
12 χρόνια μετά από την πρώτη συνάντηση τους, όλα έχουν αλλάξει.. Έχουν πάψει να βρίσκονται δεν είναι ότι έχουν μαλώσει, είναι ότι κάτι έχει σπάσει.. Όσο ήταν φοιτητές η Άλκηστις και ο Άλκης έγιναν ζευγάρι και παρότι μετά χώρισαν εκλείφθηκε σαν προδοσία από τους άλλους δύο σωματοφύλακες… Και χωρίς καυγά, χωρίς μελοδραματισμούς απλά ξέκοψαν… Ίσως γιατί όταν ο πόνος είναι πραγματικά μεγάλος, δεν υπάρχει τρόπος να τον αποτυπώσεις και σιωπάς.
Και όμως ήταν γραφτό να ξαναβρεθούν.
Από την Αθήνα, στην Αλεξανδρούπολη στην Ινδία, στο Νέο Δελχί. Οι ιστορίες τεσσάρων ανθρώπων που ταξιδέψανε μέχρι την Ινδία και ξαναβρεθήκανε στην Ινδία για να εκπληρώσουν το παιδικό όνειρο. Όταν το κάρμα των ανθρώπων, όταν τα γραμμένα έχουν κανονίσει για τις ζωές των ανθρώπων τότε η γη δεν είναι πολύ μεγάλη, είναι μάλλον μικρή και τους φέρνει μ’ έναν μαγικό τρόπο στον ίδιο τόπο, την ίδια στιγμή… Είναι το κισμέτ, είναι η δύναμη του μυαλού ή μήπως είναι η υποσυνείδητη ανάγκη τους να βρεθούν ξανά μαζί;
Για πρώτη φορά το ποιος θα κατακτήσει την Άλκηστη δεν έχει σημασία, αυτό που μετράει πλέον είναι απλά να την κρατήσουν εδώ… Και η παιδική υπόσχεση ότι μαζί θα γυρίσουν τον κόσμο για να φτάσουν μέχρι τις Ινδίες παίρνει σάρκα και οστά… Καλκούτα, Βομβάη, Νέο Δελχί, Γάγγης.
Θα επιβιβαστούν όλοι για το Μεγάλο Ταξίδι;


Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Καθρέφτης



της Μαρίνας Κουτσογιάννη

Κοιτάζοντας σε στον καθρέφτη
ανακαλύπτεις τον εαυτό σου
όχι αυτός που πραγματικά είναι
αλλά αυτός που θα θελες να είσαι
κάνεις όνειρα , σκέψεις,
ταξιδεύεις στο άπειρο με μια ελπίδα
ότι κάποτε θα γίνουν πραγματικότητα,
όμως ποτέ δε γίνονται γιατί είμαστε φτιαγμένοι
για να εξυπηρετούμε
αυτό που δε θα θέλαμε να είμαστε ποτέ.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Απόφαση



του Γιάννη Μελέτη
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)

  Δεν είχε την παραμικρή έμπνευση.Καμία ιδέα δεν υπήρχε στο μυαλό του. Αφελή σχέδια και ασυναρτησίες δίχως νόημα γέμιζαν κάθε σελίδα που μετά έσκιζε και πετούσε στο καλάθι δίπλα του. Ίσως αν έφερνε στο μυαλό του μια δυνατή εικόνα να μπορούσε να ξεκινήσει να γράφει επιτέλους την πολυπόθητη ιστορία του. Προσπάθησε να θυμηθεί με κάθε λεπτομέρεια τι είχε παρατηρήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή στην καθημερινότητά του.
   Το προηγούμενο πρωί, περπατούσε στη κεντρική λεωφόρο της περιοχής του όταν διέκρινε μία μεσήλικη γυναίκα με παράξενα χαρακτηριστικά στο απέναντι πεζοδρόμιο. Είχε ατημέλητα βαθυκόκκινα μαλλιά κομμένα απρόσεκτα σε μήκος λίγο πάνω από τους ώμους. Πρόσωπο ξερακιανό με άφθονες ρυτίδες. Η ταλαιπωρία των πολλών χρόνων δουλειάς είχε αποτυπωθεί στη όψη της. Το βλέμμα της αυστηρό αλλά μάλλον δίκαιο και εν τέλει αγαθό. Χωρίς περιττά κιλά, ντυμένη με ρούχα που θα ταίριαζαν περισσότερο σε άνδρα εργάτη που μόλις σχόλασε από την εργασία του και πραγματοποιεί  τη βόλτα του. Τζιν παντελόνι, μαύρα δετά παπούτσια, μαύρη μπλούζα και ένα φθαρμένο μαύρο δερμάτινο μπουφάν.
   Αυτό που του τράβηξε την προσοχή ήταν το ότι μετέφερε δύο πλαστικές σακούλες τόσο βαριές που ήταν έτοιμες να σπάσουν από το βάρος. Το χρώμα τους ήταν μπλε, αρκετά ξεβαμμένες και με κανένα λογότυπο πάνω τους που θα μπορούσε να προδώσει το περιεχόμενό τους. Η αλήθεια είναι πως φαινόταν να περιέχουν κάποιο αγροτικό προϊόν, γεγονός το οποίο επιβεβαιώθηκε αμέσως μετά όταν άρχισε να αδειάζει το περιεχόμενο της μίας σακούλας στο πεζοδρόμιο προσκαλώντας  έτσι διάφορα πτηνά που μυρίστηκαν φαγητό. Αν και ήταν πτηνά που συναντάει κάποιος να πετούν πάνω από την πόλη, εκείνος φαντάστηκε πως είναι γλάροι που διένυσαν μια τεράστια απόσταση από τη θάλασσα για να έρθουν αποκλειστικά για αυτό, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της γυναίκας. Αποφάσισε να παρακολουθήσει κάθε κίνησή της. Ήταν ένα από τα  πρωινά που έψαχνε τρόπο να απασχολήσει το μυαλό του.  Παρατήρησε την έκφραση της γυναίκας που τάιζε τα πτηνά. Ανέκφραστη, ούτε χαιρόταν, ούτε λυπόταν με την προσφορά της. Άδειασε την πρώτη σακούλα και τη δίπλωσε προσεκτικά βάζοντάς τη στην τσέπη της. Περίμενε πως θα συνέχιζε με τη δεύτερη όμως εκείνη άρχισε να περπατάει στο δρόμο. Περπατούσε σχεδόν κουτσαίνοντας αλλά με γοργό ρυθμό. Δεν προλάβαινε να κρατήσει την κατάλληλη απόσταση για να βλέπει τις κινήσεις της. Έκανε κάποιες ανούσιες βόλτες γύρω από τα ίδια οικοδομικά τετράγωνα και τελικά μπήκε μέσα σε ένα χαμόσπιτο που δεν το πρόσεχε κανείς ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Είδε να ανάβει το φως. Από τις λεπτές κουρτίνες φάνηκε να ανάβει και η κινούμενη εικόνα μιας τηλεόρασης. Το ενδιαφέρον του έλαβε τέλος.
   Αργότερα μέσα στην ίδια ημέρα είδε κάτι που τον έκανε να προβληματιστεί. Ένας βιαστικός άνδρας διέσχισε το δρόμο παρά το κόκκινο φανάρι που είχε ανάψει για τους πεζούς. Ο δρόμος ήταν άδειος από αυτοκίνητα και η αλήθεια είναι πως δεν τον ενόχλησε ή τον παραξένεψε προσωπικά παρόλο που εκείνος περίμενε υπομονετικά μαζί με τους υπόλοιπους πεζούς να ανάψει το πράσινο φανάρι. Εντούτοις, αν το αναλύσει κανείς , μια απαγόρευση του κώδικα οδικής κυκλοφορίας είναι τελείως ξεκάθαρη και δεν επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, ούτε αλλάζει από τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε στιγμής. Εξακολουθεί πάντοτε να είναι μια απαγόρευση. Διαφορετικά θα ήταν λογικό να επιτρέπεται και  η διέλευση των αυτοκινήτων με κόκκινο φανάρι αν ο δρόμος είναι άδειος. Αυτό λοιπόν που τον ενόχλησε ήταν πως έμμεσα η συγκεκριμένη πράξη στο μυαλό του αποτελούσε προσβολή των υπόλοιπων ανθρώπων. Ένιωθε πως ο συγκεκριμένος άνδρας έκανε κακό στους συνανθρώπους του. Σταμάτησε αμέσως την περαιτέρω σκέψη. Ακόμη κι αν ήταν σωστή η θεωρία του, η διήγηση τέτοιων γεγονότων ίσως ήταν κουραστική.
   Τηλεφώνησε σε δύο φίλους του για να βγει το βράδυ και να ξεχαστεί από την έντονη φλυαρία που άκουγε στο μυαλό του. Πέρασε μαζί τους ένα τρίωρο απόλυτης γαλήνης  μακρυά από ό,τι τον ταλαιπωρούσε.
   Πήρε το δρόμο της επιστροφής αργά τη νύχτα. Θέλησε να γλυτώσει μέρος της απόστασης πηγαίνοντας από κάποια στενά στα οποία δεν περπατούσε συχνά. Μάλλον παρακινδυνευμένο για την ώρα που διάλεξε. Τα φώτα ήταν λιγοστά και το μόνο που φώτιζε λίγο περισσότερο το δρόμο ήταν το φως που ξέφευγε από τα δωμάτια των πρώτων ορόφων των πολυκατοικιών. Ο μόνος άνθρωπος που είδε ήταν ο ιδιοκτήτης μιας κάβας που κλείδωσε το μαγαζί του και απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου. Η παρουσία ενός γνώριμου προσώπου της γειτονιάς τον καθησύχασε. Χωρίς να είναι προετοιμασμένος όμως, ένιωσε δίπλα του ακριβώς μια ανθρώπινη παρουσία. Όχι βήματα, ούτε φασαρία. Περισσότερο αισθάνθηκε πως τον κοιτάζει κάποιος. Γύρισε το κεφάλι του αργά προς τη μεριά που υποψιαζόταν πως κάτι συμβαίνει. Τινάχτηκε τόσο απότομα από την ταραχή του ώστε έμπλεξε τα πόδια του και σωριάστηκε στο δρόμο. 
   Στο αυτοκίνητο δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού, κάποιος είχε τοποθετήσει μια πλαστική κούκλα βιτρίνας. Χωρίς ρούχα και με πέντε καρφιά καρφωμένα στο δεξί αυτί της σαν σκουλαρίκια. Η ζώνη ασφαλείας την κρατούσε σταθερή στη θέση της. Τα χέρια της ήταν σηκωμένα σαν να ήθελε να πει κάτι και τα μάτια ζωγραφισμένα με τέτοιο τρόπο που νόμιζε πως ήταν στραμμένα μόνο επάνω του.
«Ποιός άραγε τοποθετεί μια κούκλα στη θέση του συνοδηγού; Σίγουρα κάποιο λόγο θα εχεί και πιθανότατα θα έχει ενδιαφέρον να το ψάξει κανείς» σκέφτηκε καθώς ανακτούσε την ψυχραιμία του και ταυτόχρονα ίσως και την έμπνευσή του.
   Βέβαια το επόμενο πρωί ισοπεδώθηκε κάθε ελπίδα να δει κάτι αξιοπερίεργο να συμβαίνει στο αυτοκίνητο με την κούκλα. Ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου δεν ήταν κάποιος παράξενος τύπος αλλά μια συνηθισμένη κυρία που δούλευε στο μαγαζί με τα έτοιμα ενδύματα της γωνίας. Η κούκλα απλώς είχε μεταφερθεί από κάπου αλλού με το αυτοκίνητο και καμία σκοτεινή ιστορία δεν κρυβόταν από πίσω.
   Σταμάτησε να αναλύει τις εικόνες που είχαν περάσει από μπροστά του τις δύο τελευταίες ημέρες. Διαπίστωσε πως έφτανε κάθε φορά κοντά στο να δει κάτι που θα τον εντυπωσίαζε αλλά αντί αυτού ερχόταν αντιμέτωπος με την κλασσική, ελαφρώς παραλλαγμένη καθημερινότητα της ζωής στην πόλη. Αναρωτήθηκε αν υπάρχουν όντως δυνατές εικόνες ή τελικά μόνο όποιος είναι παρατηρητικός και ικανός να δώσει σθένος στα απλά γεγονότα καταφέρνει και δημιουργεί ισχυρές ιστορίες. Κατέληξε πως μια εικόνα θα μείνει μια σκέτη εικόνα που ο καθένας βλέπει αλλά δεν αποτυπώνεται στο μυαλό του ως μνήμη ή ως μάθημα ζωής, αν δεν την ενδυναμώσει κάποιος πιο παρατηρητικός.
   Έχοντας αυτά ως οδηγό έδωσε την υπόσχεση στον εαυτό του να ξεκινήσει με περισσότερη όρεξη να γράφει την ιστορία του  από την επόμενη ημέρα. Προς το παρόν θα προσπαθούσε να κάνει μια μικρή αρχή. Ασυναίσθητα, καθώς τον κυρίευε η νύστα, άρχισε να μουντζουρώνει το χαρτί κι έπειτα να σχεδιάζει μικρά σπίτια. Κουτιά τετράγωνα με ένα τρίγωνο για σκεπή. Αποκοιμήθηκε με τα χαρτιά στην αγκαλιά του. Το πρωί είδε τα σχέδια του και του ήρθε ενα απελπισμένο γέλιο.
«Η χαρά της ζωής» είπε στον εαυτό του.
«Ένα σπιτάκι δίπλα στο άλλο για να έχουνε όλα τους παρέα. Και μέσα τους ευτυχισμένοι άνθρωποι με τις πιο βαρετές ιστορίες»
Εξακολουθούσε να μην έχει καμία έμπνευση. Αποφάσισε να γράψει αυτές τις ιστορίες.      
       

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Το Χαμόγελο



 της, δικής μας, Ευσταθίας Τσιγκάνου

Έτσι που τους είδα στη δισέλιδη φωτογραφία
έμοιαζαν άγγελοι κοιμισμένοι, τυλιγμένοι στις λευκές φτερούγες τους,
άντρες, γυναίκες, παδιά και ένα μωρό
με ένα μικρό χαμόγελο ονειρευόταν ακόμα τη γλύκα του μητρικού στήθους.
Δεν έχω να πω τίποτε άλλο.
Ντρέπομαι που τους έκανα ποίημα,
αλλά πώς αλλοιώς να επέμβω στα τετελεσμένα;
Κεμάλ, ο κόσμος δεν προχωρά με φωτιά και μαχαίρι, κάνει κύκλους
Μέχρι να ζαλιστεί και να πέσει στην άβυσσο.

Νά’ναι καλά οι άγγελοι που κοιμούνται αιώνια, αμέριμνοι και ατάραχοι.
Για εμάς δεν μιλάει κανείς,
άχρωμοι και άοσμοι είμαστε.
Κλείνω την εικόνα μέσα στην εφημερίδα.
Πάμε γιά ύπνο, μην κλαις.
Αρκετά με τα εφήμερα.
Και αύριο μέρα είναι.

Συρία, Αύγουστος 2013

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός



 της Ελεάνας Παπαχρήστου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα δάσος μακρινό κάπου στις Ανατολικές Ινδίες είχε χτίσει το ξύλινο σπιτάκι της η οικογένεια Μουμπάι. Η τετραμελής οικογένεια ζούσε ευτυχισμένη απόμερα στο τροπικό δάσος με συντροφιά τους τεράστιους φοίνικες και τα ανήμερα αλλά άκακα άγρια ζώα. Η οικογένεια αποτελούταν από τον κύριο Πράκας, την κυρία Ρουπάλ, το 10χρονο γιό τους  Άκας και το κατοικίδιο ζωάκι τους Ντεπάκ. Ο Άκας όπως και όλη η οικογένειά του ήταν αρκετά μελαμψός με πυκνά μαύρα μαλλιά και αμυγδαλωτά καφέ μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι. Αν και ο Άκας είχε περίπου τα ίδια χρώματα με τους συγγενείς και τους φίλου του, τα έντονα λακκάκια στα μάγουλά του και οι μεγάλες του βλεφαρίδες του έδιναν μια μοναδική γλυκύτητα στο βλέμμα. Ο Ντεπάκ από την άλλη δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι έμοιαζε με την οικογένεια Μουμπάι. Το γυαλιστερό του δέρμα πάνω στο οποίο σχηματίζονταν μικροί τουρκουάζ ρόμβοι και κίτρινες ρίγες τον έκαναν να γίνεται ένα με τη φύση και να κρύβεται καλά όταν επιθυμούσε. Ο Ντεπάκ ήταν ένα γέρικο εκπαιδευμένο φίδι που αν και δηλητηριώδες δεν είχε δαγκώσει ποτέ κανέναν στη ζωή του. Ήταν πάντοτε φιλικό με όλους και η οικογένεια τον τάιζε ψόφια έντομα και μικρά ερπετά.  Ο Άκας που δεν είχε άλλα αδερφάκια, είχε μεγαλώσει με τον Ντεπάκ και τον ένιωθε πιο κοντά του από όλους στην οικογένεια. Κάθε μέρα μετά το μεσημεριανό φαγητό, βγαίνανε στο δάσος και παίζανε ασταμάτητα μέχρι να νυχτώσει άλλοτε δυο τους και άλλοτε παρέα με τα υπόλοιπα ζώα. Τα βράδια ο Ντεπάκ συνήθως κουλουριαζότανε στα πόδια του μικρού Άκας και έτσι τους έπαιρνε ο ύπνος αγκαλιά μέχρι το πρωί, μέχρι δηλαδή την ώρα που η κυρία Ρουπάλ θα σήκωνε τον Άκας να πάει στο σχολείο και θα σκέπαζε τον Ντεπάκ για να συνεχίσει ήρεμος τον ύπνο του.  
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, όπου ο Άκας και ο Ντεπάκ παίζανε ανέμελοι κρυφτό στο δάσος, συνέβη κάτι πολύ παράξενο που έκανε τους δύο φίλους να στρέψουν το ενδιαφέρον τους μακριά από το παιχνίδι. Την ώρα που ξεκίναγε να σουρουπώνει και που η καυτή ζέστη έδινε τη θέση της σε ένα δροσερό αεράκι, ήταν η σειρά του Άκας να αναζητήσει τον καλά κρυμμένο στο δάσος Ντεπάκ. Ψάχνοντας κάτω από τους θάμνους και πίσω από τα δέντρα, την προσοχή του Άκας τράβηξε μια σκιά στο βάθος. Λίγα λεπτά αργότερα η εικόνα που έβλεπε το παιδί ήταν πιο ξεκάθαρη. Ένα κορίτσι ντυμένο στα λευκά, όμοιο με κανένα μέχρι τότε, έκανε τον ήρωα να μείνει με το στόμα ανοιχτό. Τα μακριά χρυσά της μαλλιά χάιδευαν το λευκό της δέρμα, ακουμπώντας απαλά τα κόκκινα χείλη της την ώρα που εκείνη τα απομάκρυνε διακριτικά από τα καταπράσινά της μάτια. Το χαμόγελό της είχε ήδη μαγέψει το μικρό μας φίλο που δίχως δεύτερη σκέψη άρχισε να την ακολουθεί από μακριά. Ο Ντεπάκ που γρήγορα αντιλήφθηκε την απουσία του Άκας βγήκε από την κρυψώνα του και με ένα γρήγορο σύρσιμο έφτασε ανάμεσα στα πόδια του μικρού προσπαθώντας να του κλείσει τον δρόμο. Δεν ήταν ότι ήθελε να παίξει κι άλλο με το φίλο του· Έτσι και αλλιώς ήταν αρκετά γέρος και κουραζόταν εύκολα και μόνο αυτή η χαρά και η λαχτάρα του Άκας ήταν που του έδινε δύναμη και όρεξη να συνεχίσει. Το πρόβλημα ήταν άλλο. Η διαίσθηση φιδιού που είχε ο Ντεπάκ δεν μπορούσε να τον ξεγελάσει. Μπορεί η όρασή του, όπως και η ακοή του, να μην ήταν τα δυνατά του σημεία αλλά η όσφρηση και η διαίσθηση που είχε τον έκαναν να προλαβαίνει όλους τους κινδύνους και να προστατεύει τον Άκας από μωρό. Και αυτή τη φορά το ένοιωθε. Ο Άκας δεν ήταν ασφαλής με αυτήν την κοπέλα. Όμως το αγόρι δεν έδειχνε να καταλαβαίνει το φίλο του. Ή μάλλον δεν μπορούσε να καταλάβει. Τον είχε παρασύρει τόσο πολύ το διαφορετικό, το φανταστικό, το περίεργο που αυτή η κοπέλα είχε πάνω της, που δεν μπορούσε να αισθανθεί τον κίνδυνο. Ο Άκας προσπέρασε τον Ντεπάκ και κατευθύνθηκε με πιο γοργά τώρα βήματα προς το στόχο του. Η κοπέλα που γύρναγε κάθε τόσο προς το μέρος του, του χαμογελούσε κάνοντας του σήμα να την ακολουθήσει. Εκείνος υπνωτισμένος το έκανε μηχανικά χωρίς να δείχνει ότι έχει επαφή με την πραγματικότητα.
Μισή ώρα αργότερα και με ασταμάτητο βήμα, ο Ντεπάκ κουρασμένος να κυνηγάει τον Άκας είχε αρχίσει ήδη να χάνει τα ίχνη του. Ο μικρός παίρνοντας στο ξωπίσω την χρυσαφένια νεράιδα των ονείρων του, ή όπως αλλιώς την είχε πλάσει στο μυαλό του, βρέθηκε έξω από το πυκνό δάσος σε ένα ξέφωτο, που απείχε ελάχιστα από τον πιο μεγάλο και απότομο καταρράκτη που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Τα τρεχούμενα νερά που πέφτανε ορμητικά καλύπτανε τους αιχμηρούς βράχους κάτω από τον γκρεμό που πρέπει να ξεπέρναγε τα 50 μέτρα ύψους. Ο Άκας σαν να υπνοβατούσε, με τα μάτια του να μένουν ακίνητα προς το κορίτσι πλησίαζε επικίνδυνα το κενό. Και τότε λίγο πριν την αγγίξει, λίγο πριν αγγίξει το όνειρό του, το κορίτσι που φάνταζε τόσο αγνό και λαμπερό στα μάτια του άρχισε να αλλάζει μορφή. Τα μάτια της έχασαν απότομα αυτό το φανταχτερό πράσινο χρώμα και τα μαλλιά της απέκτησαν γκρίζες και άσπρες τρίχες χάνοντας τον όγκο και τη λάμψη τους την ώρα που ένα τρομαχτικό και βραχνό γέλιο βγήκε από τα χείλη της. Τα χαρακτηριστικά της άρχισαν να αλλοιώνονται μέχρι που η εικόνα της έμοιαζε μάλλον με τέρας παρά με άνθρωπο. Ο Άκας σαν να έφαγε μπουνιά στο στομάχι κατάλαβε απότομα που βρισκόταν και τι είχε να αντιμετωπίσει. Τα μάγια που του είχε κάνει το ξανθό κορίτσι εξαφανίστηκαν απότομα μαζί με την ομορφιά της που τον μαγνήτιζε τόση ώρα. Εκείνη χωρίς να βγάλει φωνή με μία της μόνο κίνηση βρέθηκε πίσω του έτοιμη να τον ρίξει στο κενό. «Και τώρα επιτέλους θα κλέψω τα νιάτα και την ομορφιά σου για να γίνω όπως ήμουν παλιά. Τώρα κανείς δεν θα με εμποδίσει από την ευτυχία», ούρλιαξε γελώντας χαιρέκακα και ορμώντας στον μικρό. Ο Άκας ήθελε να βάλει τα κλάματα αλλά ήταν τόσο σοκαρισμένος που δεν μπορούσε. Ήξερε ότι είχε έρθει το τέλος και ήλπιζε να περάσει γρήγορα. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα του πέρασαν εκατομμύρια εικόνες απ’ το μυαλό σαν όνειρο. Εκατομμύρια εικόνες αλλά μία ήταν πιο έντονη. Ήταν εκείνη του Ντεπάκ, του πιστού του φίλου που μάταια προσπαθούσε να τον πείσει να μην ακολουθήσει την περιέργειά του. Ήταν η εικόνα του Ντεπάκ που ερχόταν να τον σώσει την τελευταία στιγμή από τα νύχια της κακιάς μάγισσας, συγχωρώντας τον για την ανυπακοή του.
   Τα γέλια της τρομαχτικής φιγούρας απέναντί του ξαφνικά μετατράπηκαν σε ουρλιαχτά πόνου και κραυγές. Ο Άκας συνειδητοποίησε ότι η εικόνα που έβλεπε δεν ήταν παραίσθηση. Ο Ντεπάκ είχε εμφανιστεί από το πουθενά και είχε ορμίσει πάνω στη μάγισσα τσιμπώντας της τον αστράγαλο. Εκείνη με το τσίμπημα του δηλητηριώδους φιδιού, που τσιμπούσε κάποιον για πρώτη φορά στη ζωή του, άρχισε να βγάζει πράσινους καπνούς από το στόμα ενώ το σώμα της άρχιζε να λιώνει αργά και βασανιστικά. Ο Άκας αηδιασμένος από το θέαμα αλλά πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας που ήταν ακόμη ζωντανός, βρήκε την ευκαιρία να απομακρυνθεί από τα πρόθυρα του γκρεμού που τον είχε στριμώξει η κακιά μάγισσα και να τρέξει προς τον σωτήρα φίλο του. Οι δυο τους αγκαλιασμένοι άρχισαν να τρέχουν μαζί προς το σπίτι αφήνοντας το τέρας πίσω τους να εξαφανίζεται μια για πάντα.
«Και μετά και μετά τι έγινε;»
«Ε, έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα»
«Έλα ρε μπαμπά πες μας τι άλλο έγινε. Ο Άκας είπε στους γονείς του τι συνέβη στο δάσος; Ο Ντεπάκ έγινε ήρωας και όλοι τον προσκυνούσαν ή ποτέ δε μαθεύτηκε οτι έσωσε τον Άκας; Μετά πως το γιορτάσανε; Οι δυο τους ξαναπαίξανε στο δάσος;»
«Παιδιά η ιστορία έχει συμβολικό περιεχόμενο. Όλα αυτά δεν γίνανε στα αλήθεια και ούτε υπάρχουν κακές μάγισσες και φίδια που δεν δαγκώνουν. Αυτό που πρέπει να μάθετε από την ιστορία είναι το εξής: Ότι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός. Ότι βλέπουμε δηλαδή δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται και πρέπει συνέχεια να είμαστε προετοιμασμένοι για να μην την πατήσουμε όπως ο Άκας»
Ο Πράκας αγκάλιασε τα παιδιά του σφιχτά και αναρωτήθηκε γιατί τους είπε ψέματα. Ίσως να ήτανε πολύ νωρίς να τους πει ότι ο παππούς τους χρωστάει τη ζωή του σε ένα φίδι που δεν ήταν κατοικίδιο αλλά βρέθηκε τυχαία στο δρόμο του. Ίσως να μην μπορούσε να τους πει ότι η κακιά μάγισσά ήταν κακιά αλλά όχι μάγισσα και ότι αυτό που ήθελε από τον Άκας δεν ήταν τα νιάτα και η ομορφιά του αλλά τα λεφτά που θα έπαιρνε αν τον πουλούσε στα παζάρια της Ινδίας. Ίσως ήταν καλύτερα να πιστέψουν την βελτιωμένη έκδοση της ιστορίας και να κοιμηθούν ήσυχα το βράδυ κρατώντας στο μυαλό τους την πιο σημαντική φράση απ’ όλες όσες είπε ή σκέφτηκε εκείνο το βράδυ: Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός.    
       

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Μου είπανε οι φίλοι ότι ήρθες Άνγκελα



 της Ευτυχίας Φράγκου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)

Μου είπανε οι φίλοι, ότι ήρθες Άνγκελα. Πριν από λίγο καιρό. Ετεροχρονισμένα όλα. Δεν ξέρω αν γνωρίζεις που ήρθες ούτε τι σε συμβούλεψαν οι μαυροφορεμένοι στεγνοί σου σύμβουλοι. Δεν ξέρω τι θα σου μεταφέρουν, τι μαθαίνεις, τι ακούς, και τι επαφή έχεις με την πραγματικότητα του Νότου. Ο Ελληνικός λαός μέσα στην αποχαύνωσή του είναι αρκετά ευφυής για να καταλάβει ότι ο πραγματικός εχθρός δεν είσαι εσύ. Οι πραγματικοί μας εχθροί κατοικοεδρεύουν σε αυτή τη χώρα, έχουν Ελληνική υπηκοότητα και Ελληνικά ονοματεπώνυμα. Είναι τόσοι πολλοί που αυτοπαρουσιάζονται και συστήνονται ως Έλληνες εδώ, χαμερπή ερπετά, ανθρωπόμορφα, που δεν έχουν καμία σχέση με την ουσία της Ελληνικότητας.
Μέσα στα τόσα ψέματα με τα οποία έχουν ντύσει τις λέξεις, δεν παύουμε να ξέρουμε, να γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι καμία μεγάλη Δύναμη δεν θα μας σώσει, όπως δεν έγινε ποτέ, έτσι δεν περιμένουμε να γίνει ούτε και τώρα.
Όσοι δεν διδάσκονται από την ιστορία θα πρέπει δυστυχώς να την ξαναζήσουν. Αυτό όμως ισχύει και για τη δική σου πλευρά. Μην ξεχνάς τον 20ο αιώνα, Εμείς σίγουρα δεν τον ξεχνάμε.
“Άοπλοι πολεμήσατε πάνοπλους και νικήσατε. Μικροί εναντίον μεγάλων και υπερισχύσατε. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, διότι είστε Έλληνες.”
Δεν θέλουμε ούτε τη σικέ συμπάθεια, ούτε την μπλαζέ ελεημοσύνη, ούτε όμορφα παρατεταγμένα λόγια που ηχούν ωραία. Το μόνο που απαιτούμε είναι να τιμήσεις αυτή τη χώρα που σε υποδέχτηκε πριν από λίγο καιρό, και κυρίως τους κατοίκους της, όπως εμείς τιμάμε τη χώρα σου, σαν μετανάστες και σαν επισκέπτες. Να τιμήσεις αυτή τη χώρα που πριν από 70 χρόνια οι πρόγονοί σου κατέστρεψαν, αυτή τη χώρα που πληγές μόνο καλείται συνέχεια να κλείνει. “Ότι το μυαλό και η καρδιά είναι για το ανθρώπινο σώμα, είναι η Ελλάς για την ανθρωπότητα”, όπως είχε πει και ο δικός σας ο Goethe.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που εκτιμώ στη χώρα σου. Έχω έρθει κάποιες φορές, και έχω γνωρίσει υπέροχους Γερμανούς. Τη Fides, τη Hannah, τον Lucas και τον Tim. Τα βράδια συχνά διαβάζω τους υπέροχους δικούς σας, Goethe, Nietzsche, Bukovski και Brecht, και το ταξίδι του μυαλού ξεκινάει. Με ξεκουράζει να παίζω στο πιάνο ή να βάζω στο παλιό πικάπ Bach, Beethoven και Brahms. Μαγεία. Με κλειστά μάτια.
Δεν είμαστε απέναντι. Δεν είμαστε όμως δίπλα. Είστε Βόρεια. Είμαστε Νότια. Δεν χρειάζεται να είμαστε το ίδιο. Γιατί πρέπει να γίνουμε όλοι ίδιοι; Μπορεί η Ελλάδα να γίνει Γερμανία; Μπορεί άραγες η Κίνα να γίνει Σουηδία; Μπορεί το γιασεμί να γίνει υάκινθος, και ο βασιλικός σταφύλι; Άδικος κόπος. Ξένο ρούχο, σε παράταιρο μέγεθος. Κουστούμι δανεικό. Δανεικά; Μου είπαν οι φίλοι ότι σου χρωστάμε λεφτά. Δεν είμαι πολύ καλή με νούμερα και αριθμούς. Με ζαλίζουν, νιώθω τα μηδενικά να χορεύουν μπροστά μου και τα χάνω. Είναι πολλά μου είπαν. Αν τα θέλεις πίσω μην τα ψάχνεις σε αυτούς που παίρνουν σύνταξη 400 ευρώ και μισθούς 600. Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός για να το καταλάβεις αυτό. Ούτε εγώ είμαι. Μπορώ να σε βοηθήσω όμως. Νομίζω ότι στη Ζυρίχη, σε κάτι τραπεζικούς λογαριασμούς μπορεί και να βρεις περισσότερα. Αλήθεια γιατί δεν το ψάχνεις;
Μαύρα σύννεφα λένε ότι έρχονται. Η Κρίση ακόμα δεν έχει ξεκινήσει. Έχει και άλλο πάτο. Τι κρίση και αηδίες; Η κρίση εξ’ ορισμού είναι έντονη αλλά κρατάει λίγο. Εδώ περνάνε τα χρόνια και έχουμε συνηθίσει τη λέξη. Πάει με όλα. Μέτρα λόγω κρίσης. Αυτοκτονίες λόγω κρίσης. Ανεργία λόγω κρίσης. Απολύσεις λόγω κρίσης. Άστεγοι λόγω κρίσης. Περικοπές λόγω κρίσης. Απεργίες λόγω κρίσης. Κατάθλιψη λόγω κρίσης Και εσύ συνεχίζεις να ψάχνεις τα λεφτά εδώ. Σχήμα οξύμωρον. Σχήμα ανόητο.
Μη νομίζεις έχουμε και εμείς σχέδιο Β.
Ακόμα και αν τα κατάμαυρα σύννεφα έρθουν και πάνε όλα στραβά για εμάς, θα πάμε όλη η παλιοπαρέα στα Κουφονήσια, στους Παξούς, στη Μάνη, στην Κρήτη, στο Πήλιο, στην Κέρκυρα, στη Λευκάδα, στη Μυτιλήνη, στην Κάρπαθο, στο Καστελόριζο, στην Αμοργό, στη Φλώρινα, στην Αλεξανδρούπολη, στην Ιθάκη, στους Δελφούς, στην Επίδαυρο και σε τόσα άλλα μέρη. Θα βρει ο καθένας μας, ένα μικρό σημείο στα 15.000 χμ. περίπου ακτογραμμής που έχουμε, και θα ξεκινήσουμε από την αρχή κοιτώντας το μπλε του ουρανού και της θάλασσας. Βούτυρο και μέλι σε ζυμωτό ψωμί της γιαγιάς. Ντομάτα και φέτα πάνω σε παξιμάδι κρητικό. Ότι και να κάνετε, όπως και να έρθουν τα πράγματα, όπου και να πάμε θα είμαστε στον παράδεισο. Το μαγαζί είναι γωνία και το ξέρεις όπως το ξέρουμε και εμείς. Και να είσαι σίγουρη ότι θα καταφέρουμε να κάνουμε κάτι από το τίποτα. Το έχουμε κάνει τόσες φορές. Θα το ξανακάνουμε. Καινούριοι από τις στάχτες μας. Έχοντας στην αγκαλιά μας στο νου μας, στη ψυχή μας όλους τους σπουδαίους Έλληνες που μας εμπνέουν και μας οδηγούν. Οι φάροι μας στο σκοτάδι. Θα το κάνουμε για αυτούς που έφυγαν και θυσιάστηκαν. Θα το κάνουμε για τα παιδιά που έρχονται. Το οφείλουμε. Έχουμε να λογοδοτήσουμε και σε αυτούς που έφυγαν και σε αυτούς που έρχονται. Θέλω να μπορούμε να τους κοιτάμε κατάματα.
Στο μόνο που συμφωνούμε είναι ότι πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν. Να είσαι σίγουρη ότι μέσα σε αυτή τη φαυλότητα που μας έχει περικυκλώσει εντός των τειχών σε διοικητικό, οικονομικό πολιτικό, και δημοσιογραφικό επίπεδο υπάρχει μία Ελλάδα που δημιουργεί, που σκέφτεται, που ονειρεύεται, που πράττει, και η οποία παλεύει με τα τέρατα. Μία Ελλάδα που με τα ψίχουλα μεγαλουργεί εντός και εκτός των τειχών. Και μπορεί να την αισθάνεσαι αφοπλισμένη αλλά είναι εδώ παρούσα και ενεργή. Και η δική μου η γενιά, η γενιά του ’80 αλλά και όλες οι άλλες θα συνεχίσουμε όλοι να χαμογελάμε, να προσπαθούμε, να ερωτευόμαστε, να κοιτάμε λαίμαργα τον ήλιο στα μάτια. Θα τη δώσουμε τη μάχη όρθιοι.
Να μην ξεχνάς πως η φωτιά έχει ξεσπάσει. Στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Κύπρο στην Ιρλανδία, τώρα και στη Γαλλία. Η γιαγιά μου συνήθιζε να μου λέει πως όποιος κλείνει την πόρτα σκεπτόμενος πως η φωτιά δεν θα μπει σπίτι του, δεν έχει ιδέα από φωτιά και ματαιοπονεί. Όσο και να κλείνεις παράθυρα, και πόρτες η φωτιά έγινε λαίλαπα. Οι τύψεις έγιναν ήδη Ερινύες. Η Ύβρις έχει ήδη διαπραχθεί, η Άτις- το δόλωμα- είναι εδώ, η Νέμεσις- η οργή είναι παντού- και απλά περιμένουμε της Τίση και την Κάθαρση. Το αλάνθαστο- πάντα εφαρμόσιμο σχήμα που αφορά κυρίως στους δικούς μας εθνικούς προδότες.
Μην υποτιμάς αυτό το λαό. Όποιος τον υποτίμησε, κλήθηκε να το πληρώσει αδρά. Η ιστορία έχει όλες τις απαντήσεις. Να θυμάσαι πάντα.

"Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του..."
Γιάννης Ρίτσος