Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Στην Ελλάδα της κρίσης



   του Γιάννη Μελέτη
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)  

 Κάθεται μόνη στο σπίτι , μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και συντάσσει άλλο ένα από εκείνα τα e-mails. Ξεκίνησε αυτή τη συνήθεια πριν από περίπου τέσσερα χρόνια. Τότε που όλοι είπαν πως κάτι άλλαξε, ή θα αλλάξει, ή κάτι τέτοιο. Δεκάδες e-mails με το βιογραφικό της στέλνονται  με σκοπό την αναζήτηση εργασίας. Όχι πως έχει αλλαξει κάτι. Η δουλειά της είναι η ίδια, όπως την έχει μάθει και την έχει συνηθίσει τα τελευταία πέντε χρόνια. Όμως της έχει γίνει έμμονη ιδέα το να βρει μια άλλη, καλύτερη. Ο ορισμός του «καλύτερου» στα επαγγελματικά της βέβαια, είναι κάπως συγκεχυμένος.
    Αυτό που κάθε φορά την αναστατώνει και καταλήγει σε αυτή την επαγγελματική αναζήτηση αλλαγής, είναι ο παλιός καιρός,όσα γενικά έχει συνηθίσει να θυμάται χωρίς να μπορεί να ξεχάσει . Μοιάζει να ευθύνεται το παρελθόν για πολλά παράλογα και απίστευτα που αποφασίζει κάποιος. Στην περίπτωσή της πάντως, έχει κάνει τη ζημιά του σε όλους τους τομείς. Σε τομείς που αποτελούν τα τελευταία οχυρά σε άλλους ανθρώπους. Κατατροπώνονται όλα τα υπόλοιπα από την «αρρώστια» του παρελθόντος αλλά κάποια κομμάτια αμύνονται μέχρι τέλους και συχνά βγαίνουν κερδισμένα. Σε εκείνη δυστυχώς αυτά τα οχυρά είχαν προ πολλού πέσει, είχαν ισοπεδωθεί από το πέρασμα του παρελθόντος. Αφέθηκε στην ορμή του χωρίς αντίσταση.
     Για αρχή, απανωτοί πονοκέφαλοι ταράζουν το ήδη ταλαιπωρημένο μυαλό της κάθε φορά που σκέφτεται τους παλιούς συμμαθητές και γνωστούς και τις τωρινές ζωές τους. Όταν τους σκέφτεται! Ούτε όταν μιλάει κάποιος για εκείνους, ούτε όταν συναντάει κάποιον από αυτούς. Και μόνο η σκέψη τους, τη φτάνει στα όρια της τρέλας. Άλλοι πιο συχνά και άλλοι σπανιότερα, παρελαύνουν επιτυχημένοι και ευτυχισμένοι στα όνειρά της. Τότε είναι που αισθάνεται πως υπάρχει πρόβλημα στην κοινωνία, τότε κάνει απολογισμό της δικής της ζωής η οποία της φαίνεται υποδεέστερη από αυτή των υπολοίπων. Και οι συγκρίσεις του «πριν» με το «τώρα» συνεχίζονται για όσο αντέχει ο νους της.
    Τη νευρική διεργασία της μάχης με το παρελθόν, τις περισσότερς φορές, ακολουθεί το ανούσιο «σερφάρισμα» στο διαδίκτυο. Οι εικόνες εναλλάσσονται ρυθμικά σχεδόν. Μία σκοτεινή εικόνα διαδέχεται μία φωτεινή. Θεωρητικά δεν έχει λόγο να είναι μπροστά στην οθόνη. Περνάει την ώρα της χαζεύοντας τις ίδιες εικόνες, τα ίδια κείμενα, όσα είδε χθες, προχθές ή ακομη και πριν πολύ καιρό. Φωτεινή οθόνη, σκοτεινή οθόνη και ξανά φωτεινή, να μη χαλάει ο ρυθμός, η αλληλουχία. Και εκείνη να νυστάζει αλλά να μην κοιμάται. Κάθεται ακίνητη στην καρέκλα, στον καναπέ μέχρι να βαρύνουν και να κλείσουν μόνα τους τα μάτια της.
    Το σπίτι της είναι καινούριο σχεδόν. Σε μια «έκρηξη» απλοχεριάς, της το αγόρασαν οι γονείς της πριν από τέσσερα χρόνια. Παρά την αίσθηση του καινούριου που νιώθει κανείς όταν εισέρχεται στο χώρο, η συνέχεια είναι κάπως διαφορετική. Σκόνη έχει απλωθεί σε κάθε εσοχή και επιφάνεια του χώρου. Τα δάχτυλά της όταν τρίβονται μεταξύ τους, νιώθει πως έχουν λεία επιφάνεια. Η σκόνη έχει γεμίσει κάθε αύλακα των δαχτυλικών της αποτυπωμάτων. Ακόμη και η ατομική αυτή μοναδικότητα  έχει αλλοιωθεί από την επέλαση που κάνει ο καιρός, η σκόνη. Πάλι το παρελθόν αφήνει το σημάδι του... Αλλά αυτο δεν την ενδιαφέρει. Αρκεί που είναι καθαρά συγκεκριμένα σημεία στο σπίτι. Το γραφείο, το μπάνιο, η κουζίνα, το μπαλκόνι. Και ας μην είναι μοναδική η καθαριότητά τους.
     Υπό άλλες συνθήκες, το μυαλό της θα ήταν ισορροπημένο, η σκέψη της ξεκάθαρη, η γνώμη της δυνατή και αιτιολογημένη. Τώρα ,αυτό το απροσδιόριστο «κάτι», αφού παρέλαβε πριν από καιρό ένα φυσιολογικό άνθρωπο, έχει παραδώσει στην κοινωνία μια τραγική μετάλλαξή του. Το μυαλό είναι πλέον στραμμένο στην αδικία, στη σύγκριση, στη διελεύκανση της παρανομίας και ενός εγκλήματος που και η ύπαρξή του αμφισβητείται. Και τα πραγματικά θύματα αυτων των πράξεων, μιλούν ήρεμα και αισιόδοξα και συνήθως ζουν χαρούμενα. Μάλλον τα άτομα που βρίσκονται έξω από τον κύκλο της αδικίας διαμαρτύρονται περισσότερο. Έτσι κι εκείνη, νιώθει πως την κυνηγούν  βιώνοντας τα δεινά των άλλων. Τρέχει ακανόνιστα, χωρίς να προλαβαίνει να επεξεργαστεί και να εκλογικεύσει τα γεγονότα.
    Τρέχει, αλλά το τρέξιμο γίνεται μέσα στο μυαλό της. Είναι κλεισμένη μέσα στο διαμέρισμά της και πραγματοποιεί εσωτερικές διεργασίες γρήγορες και επιφανειακές. Το μόνο που αφήνει να ταξιδέψει είναι το βλέμμα της όταν απολαμβάνει τη θέα της πόλης από το παράθυρό της. Ευτυχώς για εκείνη, κάποιος προνόησε να της αγοράσει ένα διαμέρισμα με θέα. Εκείνη και τότε , για άλλους βέβαια λόγους, δεν ήταν σε θέση να κρίνει τις ανάγκες της και να διαλέξει αναλόγως.
     Πολλές διαφορετικές όψεις της πόλης απλώνονται μπροστά στα μάτια της όταν κοιτάζει έξω. Οι γραμμές του τραμ που χάνονται στο βάθος, εκεί όπου ξεκινούν δύο συστάδες  χαμηλών δέντρων. Ο εμπορικός δρόμος που οδηγεί στην πλατεία και φωτίζει λίγο περισσότερο τις εργάσιμες ώρες. Παλιά φώτιζε όλο το βράδυ. Και πίσω από την απέναντι πανύψηλη πολυκατοικία , με τους τόσο ετερόκλητους ενοίκους, να φέγγουν δυο φουγάρα εργοστασίου, τα οποία ποτέ δεν κατάλαβε από πού προέρχονται. Δύο φουγάρα και πιο πέρα, τα φώτα ενός εμπορικού κέντρου. Παράξενα πράγματα...
    Η προσοχή της απόψε επικεντρώνεται σε δύο σκηνές. Πρώτα, κοιτάζει τις γραμμές του τραμ. Περασμένες δώδεκα και κατά συνέπεια κανένας συρμός δε φαίνεται να πλησιάζει. Διάφοροι βρίσκουν την ευκαιρία και περπατούν ανέμελα κατά μήκος των γραμμών. Τα αυτοκίνητα που περνούν δίπλα τους λούζουν με τα φώτα τους  κάθε πεζό που βρίσκεται κοντά. Πρώτα έντονο φως αυτοκινήτου, έπειτα σκοτάδι και ξανά φως. Άπλετο κάθε φορά , πριν το σχεδόν απόλυτο μαύρο της νύχτας. Οι στύλοι με τα φώτα στο δρόμο δεν φωτίζουν και πολύ τελευταία. Σκέφτεται εκείνη την εποχή που το τραμ δούλευε τα σαββατοκύριακα εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και εκείνη το περίμενε με τους φίλους της στις τέσσερις ή στις πέντε η ώρα το πρωί μετά από ξενύχτι. Μετά από μερικά χρόνια δεν έπαιρνε το τραμ για την επιστροφή στο σπίτι. Άλλαξε ο προορισμός της ή τα πρόσωπα, ίσως και τα δύο. Αυτός ίσως να ήταν και ο λόγος που μείωσε το τραμ τα δρομολόγιά του:η κρίση στη δική της ζωή. Αυτό σκέφτεται πάντοτε. Είναι το προσωπικό της αστείο με τον εαυτό της.  
    Η δεύτερη σκηνή διαδραματίζεται σιωπηλά καθώς το τηλέφωνό της χτυπά. Απαντάει και παράλληλα παρακολουθεί το δρόμο από το παράθυρο.
«Εγώ είμαι»
Γνώριμη η φωνή, δε χρειάζεται συστάσεις. Πέντε χρόνια έζησε μαζί της, πώς να την ξεχάσει;
Το μεσήλικο ζευγάρι στο δρόμο περπατάει αγκαλιασμένο. Γελούν δυνατά και ανέμελα με το αστείο που λέει ο κύριος. Κατά διαστήματα σταματούν στη βιτρίνα κάποιου καταστήματος και κοιτάζουν απορροφημένοι. Συνήθως είναι κάποιο μαγαζί με παπούτσια. Τα παπούτσια στις βιτρίνες ασκούν τεράστια γοητεία σε όλους. Σχεδόν  αναγκάζουν τους περαστικούς  να τα παρατηρήσουν.
«Μου έλειψες και γι’αυτό θέλησα να σε ακούσω» ξανά η φωνή.    
Ο αέρας σήκωσε ένα σύννεφο σκόνης και μαζί του παρέσυρε στροβιλίζοντας μερικά φύλλα δέντρων και πολλά χαρτιά. Ένα άσπρο ορθογώνιο χαρτάκι τράβηξε την προσοχή του κυρίου. Άρχισε να το κυνηγάει και τελικά όταν το έπιασε αναφώνησε θριαμβευτικά «Ογδόντα ευρώ!»
«Θέλεις να βρεθούμε απόψε ή ίσως αύριο, αν σου φαίνεται καλύτερο»
Κάποιος είχε αφήσει από αδιαφορία ή από απροσεξία μία απόδειξη των ογδόντα ευρώ να πάει χαμένη.
Σκέφτηκε για λίγο. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει, ύστερα να σταματάει στιγμιαία και μετά πάλι να συνεχίζει με τον τρελό ρυθμό της. Έβλεπε τη μία στιγμή το φως και την αμέσως επόμενη, ενιωθε το σκοτάδι να την πνίγει. Τελικά διάλεξε τη θολή επιλογή.
«Ας είναι σήμερα. Δε βαριέσαι... Μήπως έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω;»
Το ζευγάρι είχε χαθεί από το οπτικό της πεδίο. Όχι πως είχε καμία σημασία...
Επέστρεψε στο σπίτι της δύο ώρες αργότερα. Με την ίδια διάθεση, με τις ίδιες σκέψεις, την ίδια έκφραση. Μετανιωμένη, αλλά με μια έτοιμη δικαιολογία για τις πράξεις της.
    Αν είχε ρωτήσει κάποιον θα την είχε αποθαρρύνει από το να κάνει όσα έχει διαλέξει να κάνει. Θα της έλεγαν να μην κάθεται στο σπίτι, να μη μιλάει ούτε να συναντάει  φωνές από τα παλιά, να το γλεντάει και πολλά άλλα. Έχει καιρό όμως που τους έχει ξεγράψει όλους και δεν ακούει κανέναν. Δε θέλει να ακούει γνώμες που βασίζονται σε εμπειρίες του παρελθόντος.
    Τώρα ξανασκέφτεται η ίδια πως το παρελθόν είναι η κρίση που βιώνει ο καθένας. Και σα να μην έφτανε αυτό, το επιβάλλει στους άλλους ως λύση για τα προβλήματα τους.
Την ανησυχεί το οτι με γνώμονα το παρελθόν κρίνει ο καθένας  το μέλλον –το δικό του και των άλλων. Χρόνια τώρα δίνονται συμβουλές χωρίς κανείς να λαμβάνει υπόψη του το χαρακτήρα και τις συνθήκες που βιώνει ο καθένας ξεχωριστά. Και παίρνονται τόσες αποφάσεις που βασίζονται στα λόγια τόσο διαφορετικών ανθρώπων. Φιλτραρισμένες μόνο μέσα από το παρελθόν. Και το μέλλον δεν έχει ποτέ θέση στην απόφαση.
«Ας μην είμαι κι εγώ όπως οι περισσότεροι» μονολόγησε.
     Έτσι έχει στο μυαλό της πως θα ξεπεράσει τη μία και μοναδική κρίση που αναγνωρίζει: το παρελθόν. Προς το παρόν έιναι θύμα της ίδιας συμπεριφοράς που θεωρεί λανθασμένη. Και αυτό της δημιουργεί την εντύπωση πως η κρίση επεκτείνεται σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Αυτό δηλαδή που πιστεύουν όλοι. Θα βρει όμως το θάρρος να αποτινάξει αυτό το βάρος και θα ενδιαφερθεί μόνο για το μέλλον. Απόψε μπορεί να είναι όλα ίδια, μπορεί να εξακολουθεί να επωμίζεται τα παλιά λάθη. Αλλά το νιώθει πως είναι ξεχωριστή βραδυά και θα αλλάξει ριζικά όσα σκέφτεται...
    Την επόμενη ημέρα, η σκια εναλλάσσεται με το φως του ήλιου στο πρόσωπό της καθώς περπατάει παράλληλα με τον καγκελωτό φράχτη. Φως και σκια συναγωνίζονται για το ποιό θα επικρατήσει. Ανοιγοκλείνει τα μάτια αλλά περπατάει τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνει να αποφύγει τις έντονες ηλιαχτίδες που περνούν ανάμεσα από τα κάγκελα και την τυφλώνουν. Είναι πρωί. Είναι πρωί κάθε φορά που σφίγγεται το στομάχι της και ο κόμπος σιγά σιγά ανεβαίνει μέχρι να εγκατασταθεί στο στόμα της. Τότε δεν μπορεί να μιλήσει, να φωνάξει, να κατηγορήσει. Μόνο ταλαιπωρεί τον εαυτό της προσπαθώντας να μεταδώσει σοφία σε όσους θεωρεί ανίδεους. Μια φράση ξεφεύγει από το δεμένο της στόμα κάθε λίγο. Μόνο αυτή:
«Τι να κάνεις; Όλα καλά είναι...»
Η κλασσική θολή οπτική γωνία που δε λέει να φύγει και αλλοιώνει την πραγματικότητα. Εδώ και χρόνια έχει τις πιο ευρηματικές ιδέες και εντούτοις εξακολουθεί να βλέπει μονόπλευρα κάθε πτυχή της σύγχρονης ζωής. Πάντα χαμηλώνει την ταχύτητά της, ενώ οι δυνατότητες της φτάνουν για αγώνα ταχύτητας. Της έχουν επιβάλλει άλλοι το ρυθμό και όχι οι δυνατότητές της. Παρά τη χθεσινή της απόφαση διστάζει ακόμα.
    Συναντάει ένα συνάδελφο και περπατούν μαζί μέχρι τη δουλειά τους. Δεν την ενοχλεί ο τρόπος του όπως πρώτα. Απολαμβάνει τις ανοησίες που μέχρι τότε θεωρούσε εξοργιστικές. Γελάει ξανά μετά από καιρό. Αγοράζει ένα καφέ από την καφετέρια που μισούσε και κερνάει και σε εκείνον τον καφέ του. Δεν ξέρει πως θα συναντιούνται από εδώ και πέρα κάθε πρωί για να πάνε μαζί στη δουλειά.
    Παρατηρεί τη στάση του λεωφορείου καθως περιμένει να ετοιμάσουν τα δύο ροφήματα. Ο πάλιος συμμαθητής, που πλέον ήταν γνωστός τραγουδιστής, γελάει αυτάρεσκα στη διαφήμιση του νυχτερινού κέντρου όπου εμφανίζεται. Ένας νεαρός στέκεται μπροστά στη διαφήμιση και  βγάζει το μαρκαδόρο του. Σχεδιάζει ένα τεράστιο μουστάκι στον τραγουδιστή. Το συμπληρώνει με ένα κάλυμμα για το μάτι και ένα μαυρισμένο δόντι. «Είσαι μεγάλος βλάκας» γράφει στο συννεφάκι πάνω από το κεφάλι του. Ολοκληρωμένο έργο, με υπογραφή...Το ταλέντο του συγκεκριμένου τραγουδιστή – ή η έλλειψή του- θα σβήσει αργότερα άδοξα...
«Τέλος στα φαντάσματα και τέλος στις υποθέσεις» σκέφτηκε.
 Κάπου είχε διαβάσει παλιότερα πως αυτό που χρειαζόμαστε είναι οι υπερβάσεις και όχι οι υπερβολές. Αυτή τη φορά είναι σίγουρη πως θα το καταφέρει.
    Νέα σελίδα. Όχι σε παρελθοντικό χρόνο. Θα μιλάει μόνο για το μέλλον, το δικό της και όσων έχουν όντως ανάγκη να αποκτήσουν ένα μέλλον πιο αισιόδοξο. Και το σημαντικότερο όλων: επιστροφή στην ηρεμία. Δε θα ανεχτεί άλλες μπερδεμένες εικόνες, ήχους και σκέψεις. Το καθένα θα λάβει τη θέση και θα έχει το χρόνο του. Έτσι θα είναι καλύτερα.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΡΟΔΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΚΑΘΙ

 της Πετρούλας Χασιώτη
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)

 Μια φορά κι έναν καιρό, σ'ένα δάσος μακρινό υπήρχε ένα όμορφο παλάτι.Το παλάτι ήταν κατάλευκο,ψηλό με έναν τεράστιο κήπο με συντριβάνια και κάθε λογής λουλούδι.Ακόμα και τα πιο σπάνια είδη πουλιών επισκέπτονταν την άνοιξη το παλάτι για να δουν την ομορφιά του που ήταν ξακουστή σε κάθε γωνιά της γης.Στο όμορφο αυτό παλάτι ζούσε η βασίλισσα του δάσους με την κόρη της την πριγκίπισα.Η βασίλισσα ήταν καλή,σοφή και δίκαιη.Αγαπούσε το παλάτι και το φρόντιζε με τον καλύτερο τρόπο.Αγαπούσε και τους υπηρέτες της που την φρόντιζαν και ήταν πάντα δίπλα της για ότι χρειαστεί.Για τις υπηρεσίες που της πρόσφεραν τους έκανε μεγάλα δώρα,τους έδινε χρυσό και διοργάνωνε συχνά γιορτές αφιερωμένες στο προσωπικό της.Ο άντρας της βασίλισσας είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια σε μια μάχη και από τότε η καλή βασίλισσα ζούσε στο παλάτι μόνη με την κόρη της.Η βασίλισσα ήταν ακόμα νέα και όμορφη και όλοι την αγαπούσαν,αλλά η κόρη της,η μικρή πριγκίπισα ήταν ένα κακομαθημένο παιδί που είχε μάθει να παίρνει ό,τι ζητήσει.Μεγάλωσε στα πλούτη και αυτό την έκανε άπληστη.Εξαιτίας της απουσίας του πατέρα η βασίλισσα κάλυπτε αυτό το κενό της πατρικής στοργής με υλικά αγαθά γεγονός που έκανε την πριγκίπισα εγωίστρια και πεισματάρα.Ζήλευε ακόμα και τα πουλιά που ερχόταν στον κήπο της.Δεν ήθελε κανένας να απειλέι την θέση της για τη διαδοχή του θρόνου.Το όνειρό της ήταν να γίνει η πιο ισχυρή βασίλισσα της γης και να είναι τόσο πλούσια που να μην μπορεί κανείς να της αρνηθεί τίποτα.
  Ένα πρωί ο σταβλίτης βγήκε όπως κάθε μέρα με το άλογό του για ιππασία.Ήταν ένα άλογο δυνατό και γρήγορο.Μαύρο σαν τη νύχτα,γρήγορο σαν την αστραπή.Στις μάχες ήταν το πιο γερό άλογο γι αυτό ο σταβλίτης το έβγαζε κάθε μέρα να τρέχει στο δάσος για να μη χάσει τη δύναμή του.Ξαφνικά,άκουσε στο βαθος του δάσους το κλάμα ενός μικρού παιδιού και έτρεξε με το άλογο να δει τι συμβαίνει.Είδε ένα μικρό κοριτσάκι,τυλιγμένο με κουρέλια,βρόμικο,παρατημένο μέσα στο δάσος ολομόναχο να κλαίει γοερά.Η βασίλισσα ήθελε να επικρατεί ηρεμία στο δάσος της και όλοι να είναι ευτυχισμένοι,γι' αυτό ο σταβλίτης σήκωσε προσεκτικά τη μικρή χωριατοπούλα στην αγκαλιά του και την πήγε μέχρι το παλάτι για να τη φροντίσουν και να τη μεγαλώσουν σωστά ώστε να γίνει και αυτή μια πιστή βοηθός της μεγαλειοτάτης βασίλισσας.Το κορίτσι ήταν περίπου στην ηλικία της πριγκίπισας και τα νέα του ερχομού της στο παλάτι ξεσήκωσαν τη μικρή διάδοχο.Θύμωσε πολύ που δεν θα ήταν πια η μικρότερη του παλατιού,μα περισσότερο ζήλευε που όλοι ασχολούνταν και φρόντιζαν τη χωριατοπούλα περισσότερο από εκείνη.
  Ο καιρός στο παλάτι περνούσε και τα χρόνια διαδέχονταν το ένα το άλλο.Οι δυο κοπέλες μεγάλωναν και ήτανε και οι δύο πολύ όμορφες.Η βασίλισσα αγαπούσε την χωριατοπούλα σαν παιδί της γιατί ήταν καλή,πιστή και εργατική.Τη μεγάλωσε σαν κόρη της και φρόντισε ώστε να μην της λείψει τίποτα.Αλλά η χωριατοπούλα ήταν φιλότιμο παιδί,δεν ζητούσα ποτέ παραπάνω από όσα χρειαζόταν και όσα παιχνίδια ή ρούχα της περίσσευαν τα έδινε στα φτωχά παιδάκια του δάσους κάθε πρωί που έπαιζε μαζί τους.Αγαπούσε τη βασίλισσα και δεν έκανε ποτέ κάτι που θα την στεναχωρούσε.Ήταν καλό παιδί,εργατικό,μελετούσε πολύ και όλοι την αγαπούσαν στο παλάτι γιατί είχε ένα χαμόγελο για όλους.Αυτή η αγάπη που είχαν όλοι για αυτήν ενοχλούσε πολύ την κακιά πριγκίπισα και ζήλευε θανάσιμα.Η ζήλια της την οδηγούσε σε σχέδια εναντίον της χωριατοπούλας με σκοπό να τη διώξει από το παλάτι ή ακόμα και να τη σκοτώσει.Κάθε μέρα έστηνε μια παγίδα για τη χωριατοπούλα και της δυσκόλευε τη ζωή.Την άφηνε νηστική για μέρες,τις έκλεβε τα ρούχα και την άφηνε να κυκλοφορεί με κουρέλια,ανακάτευε το δωμάτιο της για να την αναγκάσει να το ξανασυμμαζέψει,έριχνε το φαγητό για να ξαναμαγειρέψει και άλλα τέτοια ύπουλα σχέδια με σκοπό να απελπιστεί και να φύγει ή να την τιμωρήσουνε και να τη διώξουν.
  Αλλά η χωριατοπούλα ήταν υπομονετική,με σκληρή δουλειά και πίστη στη βασίλισσα κατάφερε να ξεπεράσει ένα ένα τα εμπόδια που συνάντησε.Παρόλα τα προβλήματα δεν πρόδωσε ποτέ την κακιά πριγκίπισσα στη μητέρα της και τα ξεπέρασε όλα με την αξία της.Μια ηλιόλουστη μέρα η χωριατοπούλα βγήκε για κυνήγι με τον κυνηγό.Της άρεσε να κυνηγάει,ήταν πολύ καλή και στην ιππασία και στο σημάδι.Δυστυχώς,όμως,εκείνη τη μέρα την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.Η κακιά πριγκίπισα βρήκε την ευκαιρία και κατέβηκε στο στάβλο όπου ήταν έτοιμο για το κηνύγι το άλογο της χωριατοπούλας.Έλυσε,τότε,τη σέλα του αλόγου και την ώρα του κηνυγιού,όταν εκείνο άρχισε να τρέχει,σε έναν καλπασμό η χωριατοπούλα  έπεσε με τόση δύναμη στο έδαφος που κατρακύλησε στο χώμα μέχρι τις όχθες του ποταμού.Έκλαιγε,πονούσε σε όλο της το κορμί και δεν μπορούσε να σηκωθεί.Έψαχνε τον κηνυγό αλλά ο άντρας δε φαινόταν πουθενά.Ήταν και πάλι μόνη,αβοήθητη στο μεγάλο δάσος όπως τότε μερικά χρόνια πριν όταν πρωτοπήγε στο παλάτι.Είχε πια αρχίσει να σουρουπώνει και φοβόταν πολύ,όταν ξαφνικά άκουσε τον καλπασμό ενός αλόγου να πλησιάζει.Το ψηλό άλογο σταμάτησε μπροστά της και ένας όμορφος νεαρός ντυμένος στα λευκά γονάτισε μπροστά της.
-Είσαι καλά;ρώτησε και άπλωσε το χέρι του να τη σηκώσει
-Πονάω πολύ,είπε εκείνη.Ποιος είσαι;
-Ας κάνουμε πρώτα κάτι για τις πληγές σου και κουβεντιάζουμε μετά.
Ο όμορφος νεαρός της έπλυνε τις πληγές με το νερό του ποταμού,την ανέβασε στο όμορφο άλογό του και την πήγε στο παλάτι.Την άφησε στον κήπο του παλατιού όπου περπάτησαν λίγη ώρα μιλώντας για τις ζωές τους.
-Ο πρίγκιπας του διπλανού χωριού;!;αναφώνησε η χωριατοπούλα μη μπορώντας να κρύψει τον ξαφνιασμό και την ντροπή της γι' αυτήν την βρωμικη εμφάνιση.
  Τις επόμενες μέρες ο πρίγκιπας περνούσε συχνά από το παλάτι δήθεν για να δει αν είναι καλύτερα τα τραύματά της και περνούσαν ώρες πολλές μιλώντας,παίζοντας και γελώντας κάτω από τον καυτό ήλιο που σκέπαζε το παλάτι.Του άρεσε η απλότητά της,το χαμόγελό της και αυτή η ειλικρίνεια που μαρτυρούσαν τα μάτια της.Της άρεσε η μεγαλοπρέπειά του,το φως του και την γοήτευε το πολύτιμο ενδιαφέρον του για την ταπεινή ζωή της.
-Θέλω να έρθεις στο δικό μου παλάτι,της είπε μια μέρα
-Εγώ..δεν μπορώ να αφήσω τη βασίλισσά μου,του απάντησε
-Θα ερχόμαστε συχνά,στο υπόσχομαι.Έλα μαζί μου,επέμεινε εκείνος
-Είμαι σίγουρη ότι θα έχεις πολύ καλύτερες υπηρέτριες από εμένα,είπε ταπεινά σκύβοντας το όμορφο πρόσωπό της
-Σαφώς και είναι καλύτερες από εσένα,γιατί εσύ δεν κάνεις για υπηρέτρια αλλά για πριγκίπισα,δικιά μου πριγκίπισα,γυναίκα μου.Θα έρθεις;
  Την επόμενη μέρα ο πρίγκιπας εμφανίστηκε στη βασίλισσα του παλατιού και ζήτησε το χέρι της χωριατοπούλας.Η βασίλισσα συγκινημένη συμφώνησε και πήρε στην αγκαλιά της τη μικρή υπηρέτριά της,μια αγκαλιά μητρική και στοργική.
-Θα αστειεύεσαι μητέρα,διέκοψε τη στιγμή η κακιά πριγκίπισα,το προσωπικό δεν επιτρέπεται να παντρεύεται,πόσο μάλλον πρίγκιπες.Οι πρίγκιπες έχουν ανάγκη από πριγκίπισες,λαμπερές και πλούσιες,όχι από παρακατιανές.
-Αρκετά!Το παράκανες!Επέστρεψε στο δωμάτιο σου και άρχισε τις ετοιμασίες για το γάμο.Μη νομίζεις πως δεν ξέρω όσα έκανες.Θα τιμωρηθείς για όλα.
Η κακιά πριγκίπισα έφυγε κλαίγοντας και τσιρίζοντας από ζήλια και θυμό για τη μητέρα της και την υπηρέτριά της που της κατέστρεψαν τη ζωή.
  Ο γάμος ήταν πολύ λαμπερός και κομψός,η χωριατοπούλα ήταν πανέμορφη και ευτυχισμένη.Πριν φύγει πήγε να χαιρετήσει τη σοφή βασίλισσα που τόσο την είχε στηρίξει και να πάρει την ευχή της για την καινούρια της ζωή.
-Σας ευχαριστώ για όλα,μου σταθήκατε σαν μάνα.Μακάρι να μπορούσα να πω πως κέρδισα και μια αδερφή.
-Μη στεναχωριέσαι παιδί μου,ήρθες εδώ τυλιγμένη με κουρέλια και φεύγεις τυλιγμένη με τη δόξα που κέρδισες.Ήσουν ένα απλό αγκάθι και ό,τι κατάφερες ήταν ρόδινο κι ευωδιαστό.Αντίθετα η κόρη μου είχε μια ζωή σαν τριαντάφυλλο και ότι κι αν έκανε ήταν άσχημο και τιποτένιο.Να θυμάσαι πάντα πως από το ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από τ'αγκάθι βγαίνει ρόδο.Η ζωή σου είναι η απόδειξη.Καλή ζωή.
  Το νέο ζευγάρι χαιρέτησε από το άσπρο άλογο τους φίλους στο παλάτι και χάθηκε στον ορίζοντα.Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Μία νύχτα στου Ψυρρή


της Ευτυχίας Φράγκου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)

Κατηφόριζε στη Σαρρή.
Τα τακούνια της έκαναν έναν μονότονο, χαρούμενο ήχο... Ο ήχος των τακουνιών δεν ηχεί πάντα το ίδιο. Λες και παίρνει κάτι από την προσωπικότητα της ιδιοκτήτριας...
«Τί κόμματος είσαι εσύ, μανάρι», άκουσε να λέει κάποιος από μια ανδροπαρέα χασκογελώντας, αλλά εκείνη ούτε καν έστρεψε το βλέμμα της.
Είχε κάνει όλες τις αλλαγές μαζί μέσα σε ένα χρόνο. Μετακόμιση, αλλαγή δουλειάς, αλλαγή γειτονιάς, ένας χωρισμός, ένα ξεκαθάρισμα φίλων, πέταγμα του μισού σπιτιού και της άλλης μισής της γκαρνταρόμπας. Είχε αλλάξει τα μαλλιά της, τα' χε γλυκάνει και πλέον λαμπίριζαν στον ήλιο, ένα μελόξανθο ιδιαίτερο χρώμα...
Κεφάλαιο “Σπίτι”
Έμενε με τους γονείς της. Τα λεφτά δεν ήταν πολλά που έπαιρνε. Αλλά προτιμούσε να πάει σε ένα ημιυπόγειο των 200 ευρώ, παρά να συνεχίσει να μένει εκεί. Δεν ήταν κακοί οι γονείς της. Ήταν όμως οι γονείς της, και δεν άντεχε πλέον να ακούει τα παράπονα της μάνας της για τον πατέρα της, δεν άντεχε να “μετράει” τα πεζοδρόμια με τους εκάστοτε γκόμενους της γιατί δεν είχε που να πάει.
Βρήκε ένα σπίτι στην Καραγιώργη Σερβίας. Στο 2ο όροφο. 22 τμ. 240 ευρώ.
Pas mal.
Ήταν χαριτωμένο, μικροσκοπικό, με άποψη. Όπως και η Φαίδρα. Το έβαψε με λογιών λογιών χρώματα, με πραγματικό ασβέστη και στους τοίχους χρησιμοποίησε βούρτσα που τους έκανε να δείχνουν “ντέρτι”. Έγραψε κάτι στοίχους με μαρκαδόρο στην πόρτα του μπάνιου.. Κρέμασε μια κουρτίνα στη μέση του δωματίου... Πιο μικρό και πιο χίπικο σπίτι δεν υπήρχε. Σαν να “βγήκε” από editorial περιοδικού διακόσμησης.
Κεφάλαιο “δουλειά”
Ήταν συντηρητής έργων τέχνης.
Δούλευε όμως σε μία κάβα.
Έφυγε και από εκεί.
Συμπλήρωσε μια αίτηση για το Μουσείο της Ακρόπολης. Ήταν στο τρόλεϊ και ο διπλανός της διάβαζε “Τα Νέα”.
Χάζευε από το παράθυρο, αλλά το μάτι της έπεσε πάνω στην προκήρυξη. “8 συντηρητές αρχαιοτήτων ζητούνται από το Μουσείο της Ακρόπολης”.
Είχε πέσει σχεδόν πάνω του, προσπαθώντας να διαβάσει περισσότερα.
Ο τύπος γέλασε αδιάκριτα και υπερφίαλα. “Θέλεις να δεις κάτι;” “Συγνώμη” απάντησε άτονα η Φαίδρα, “Μπορώ να δω κάτι;”. Και ο “τυπάς” της έδωσε την εφημερίδα, εκείνη έβγαλε το σημειωματάριο της (Τί να κάνουμε ήταν ρετρό), και σημείωσε με το μολύβι της το site και το email.
«Μπορούσες να το γράψεις και στο κινητό» σου ξέρεις.
«Δεν είμαι της τεχνολογίας» και ξαναφόρεσε τα ακουστικά της για να αποφύγει περισσότερες κουβέντες με τον μαλάκα.
Έστειλε βιογραφικό, την πήρανε. Ήταν άλλωστε πλούσιο, είχε κάνει μεταπτυχιακά στην Ιταλία, είχε δουλέψει εκεί 3 χρόνια, μέχρι να γυρίσει στην Ελλάδα για τον Άλκη...
Ένα τρόλεϊ και η εφημερίδα “Τα Νέα” άλλαξαν τη ζωή της για πάντα. (Από τότε πάντα αγόραζε μόνο Τα Νέα- Το γούρι της όπως συνήθιζε να λέει!
Κεφάλαιο Άλκης
“Όταν κάτι τελειώνει, τελειώνει. Όταν κάτι σου τελειώνει, σου τελείωσε. “ Αυτή ήταν η ατάκα που έλεγε σαν καραμέλα σε όλον τον κόσμο. Μεταξύ μας -όσο πιο συχνά ακούς κάποιον να επαναλαμβάνεται κάτι δεν πάει καλά.
Η ιστορία γνωστή. Ερωτεύτηκαν. Παράφορα. Εκείνος ήπιε ένα βράδυ. Αυτή τον έπιασε να φιλιέται στο “Drunk Sinatra” με μία άλλη. Είχε έρθει η κρίση. Λόγια Βαριά.  Κλάματα. Υστερίες. Η καρδιά χίλια κομμάτια. Χωρισμός.
Η αλήθεια ήταν ότι νόμιζε πως τον έβλεπε παντού. Δεν τον είχε δει όμως για 9 μήνες. Μετά από 5 χρόνια που ήταν κάθε μέρα μαζί, τώρα δεν το είχε δει εδώ και 172 μέρες.
Κατηφόριζε στη Σαρρή.
Τα τακούνια της έκαναν έναν μονότονο, χαρούμενο ήχο...
Πήγαινε στο reunion.
Είχαν κάνει ένα γκρουπάκι στο facebook οι απόφοιτοι της σχόλης, και είχαν πει να μαζευτούνε στο “ζείδωρον” για να ξαναβρεθούν όλοι μαζί μετά από τόσα χρόνια.
Λίγο σε μνημόσυνο της έφερνε αυτό. Αλλά δεν θα το' χανε με τίποτα.
Οι πιο πολλοί πήγαιναν από περιέργεια. Για να δούνε ποιες είχαν ομορφύνει, ποιες είχαν παχύνει. Ποιες αποκαταστάθηκαν. Ποιοι δούλευαν στο αντικείμενο.
Δεν είχε επαφή με πολλούς. Μόνο με το Λιζάκι και τον Αποστόλη τα λέγανε.
Φορούσε μια ολόσωμη φόρμα, με κάτι γόβες. Ήταν όμορφη. Στα 31 χωρίς σχέση, χωρίς γάμο, χωρίς παιδιά, αλλά όμορφη. Σπάνια όμορφη. Διαφορετικά όμορφη. Εντάξει. Ήταν πολύ όμορφη.
 Μπήκε μέσα, οι πρώτοι είχαν ήδη φτάσει αγκαλιές, φιλιά, ανούσιες, επιφανειακές κουβέντες για την κρίση, τα ενοίκια, την ανεργία, τον Τσίπρα. Οι πιο πολλές συμφοιτήτριές της, ήταν δεσμευμένες, αρραβωνιασμένες, παντρεμένες, μητέρες... Κοινώς, είχαν κάνει το επόμενο βήμα ή ετοιμάζονταν. Η Φαίδρα είχε αυτό τον αυθάδη, παιχνιδιάρικο τόνο στη φωνή της. “Εγώ; Τι με ρωτάς αν είμαι ελεύθερη. Εγώ ελεύθερη είμαι ακόμα και αν είμαι μέσα σε σχέση (και γελούσε δυνατά)... Αν ρωτάς τώρα αν η καρδιά μου ανήκει σε κάποιον, όχι δεν ανήκει. Και χαμήλωνε τη φωνή εκεί στον “δεν ανήκει”!”
 Η μπάντα που αποτελούνταν από 3 όργανα και μία φωνή είχε ξεκινήσει το πρόγραμμα.
Έπαιζε έντεχνα και μετά τον γύρναγαν πάντα στο λαϊκό! Άλλωστε η Φαίδρα ερχόταν μία στο τόσο εδώ, αν θυμάται καλά πρέπει να είχαν και “κάβα” ένα μπουκάλι με τα παιδιά...
Ξαφνικά άκουσε τις πρώτες συγχορδίες από το αγαπημένο της τραγούδι, από την αγαπημένη της Μελίνα.

Τρεις μέρες χώ , τρεις μέρες χώρισα από σένα
τρεις νύχτες μέ , τρεις νύχτες μένω μοναχή,
σαν τα βουνά* που στέκουν τώρα δακρυσμένα
όταν τα βρέ , όταν τα βρέχουν οι ουρανοί.
Διώξε τη λύπη, παλικάρι
πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι.

Έστριψε τσιγάρο, έψαξε νευρικά για αναπτήρα. Δεν υπάρχει χειρότερο από το να θες να καπνίσεις και να μη βρίσκεις αναπτήρα. Μία “ξενερουά” της την έσπασε λέγοντάς της με ύφος. “Καλό θα ήταν να το κόψεις.”
Η Φαίδρα δεν της απάντησε καν. Εξέπνευσε τον καπνό από την πρώτη ρουφηξιά, σαν παιδί που μόλις είχε γίνει το δικό του, και τα μάτια της σαν να βούρκωσαν λίγο. “Παλιοτράγουδο. Όλο μαλακίες” μουρμούρισε.
Και έτσι ξαφνικά τον είδε. Και αυτός την είδε. Της χαμογέλασε. Αυτή έμεινε “παγωτό”. Την πλησίασε. Δεν της μίλησε. Απλά την έσφιξε στην αγκαλιά του. Για πολλή ώρα. Ή έτσι της φάνηκε. Πιο σωστά, για όσο κράτησε το τραγούδι.
Την τράβηξε από το χέρι.
Την έβγαλε από το μαγαζί.
Δεν πήρε ούτε το παλτό της.
Δεν χαιρέτησε κανέναν.
“Θα ξαναγυρίσουμε”, αυτό μόνο της είπε.
Την έσπρωξε βίαια πάνω του.
Αυτή αντιστάθηκε, έτσι για να αφεθεί με περισσότερη θέρμη.
“Όταν κάτι τελειώνει, τελειώνει. Όταν κάτι σου τελειώνει, σου τελείωσε”.
Αυτό σκέφτηκε και γέλασε με τους αφορισμούς και τις απολυτότητες της.
“Μαζί μου γελάς; της είπε ο Άλκης.
“Μαζί σου; Μπα...Όχι, μαζί μου... “



ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

με τη συγγραφέα Στέλλα Καραμπακάκη

από Πέμπτη 17 Οκτωβρίου και κάθε Πέμπτη μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου
στο Βιβλιοπωλείο Μπατσιούλας (μετρό Πανόρμου)
ώρες 18.00-20.00
Κόστος συμμετοχής 180ε
(Για εγγραφές μέχρι 30 Σεπτεμβρίου το κόστος είναι 150ε)
Στο τέλος του σεμιναρίου θα κυκλοφορήσει ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ από τους συμμετέχοντες!
Για εγγραφές και επιπλέον πληροφορίες στείλτε μας στο ekdoseispolytropon@yahoo.gr ή καλέστε μας στο 2103616343

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

«Πειραιάς-Ομόνοια»



 της Γιώτας Φλώρου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)

Σταθμός «Ομόνοια».
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που υπάρχεις, αλλά δεν ζεις πραγματικά. Ο Δημήτρης βίωνε μία από αυτές. Δεν κατάλαβε πότε ήρθε το τρένο, ούτε πως μπήκε μέσα. Δεν ένιωσε τα σπρωξίματα των άλλων, ούτε είδε τα βλέμματα περιέργειας. Το τρένο ξεκίνησε και εκείνος είχε σταθεί σε μια γωνιά κοντά στην πόρτα. Με το βλέμμα στο κενό. Να κοιτά την πόρτα και να ακούει τον ήχο του τρένου καθώς ξεκινά και επιταχύνει και μετά καθώς τρέχει πάνω στις ράγες. Να ακούει την γυναικεία φωνή από τα μεγάφωνα να ειδοποιεί για τις στάσεις, για τα κενά στις αποβάθρες, για τις συνδέσεις με άλλα μέσα. Και να περιμένει. Να περιμένει πότε θα φτάσει το τρένο στο τέρμα. 
Επόμενος σταθμός «Πειραιάς». Τερματικός σταθμός.
Μέχρι να φτάσει το τρένο στο τέρμα είχε βρει ξανά τον εαυτό του. Όχι εντελώς. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Κατέβηκε γρήγορα από το βαγόνι. Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και κοίταξε το ρολόι του σταθμού. Ήταν μόλις δέκα και είκοσι το πρωί. Στάθηκε για λίγο στο ίδιο σημείο, κοιτάζοντας τον δείκτη να μετρά τα δευτερόλεπτα και ύστερα προχώρησε προς την έξοδο.
Δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει στο σπίτι του από τόσο νωρίς. Έπρεπε να πάει κάπου αλλού πρώτα, να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί πριν από μία ώρα περίπου, να σκεφτεί πως θα πει το νέο στην οικογένειά του, στην γυναίκα και στα δύο αγόρια του.
Τα βήματα του τον οδήγησαν στη θάλασσα. Ήταν γέννημα-θρέμμα Πειραιώτης και από τότε που μεγάλωσε και άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, δεν υπήρχε άλλο μέρος για να πνίξει τις στεναχώριες και να πανηγυρίσει τις χαρές παρά μια βόλτα κοντά στο γαλάζιο.
Μόλις βρέθηκε στην προβλήτα της Καστέλας άναψε αμέσως τσιγάρο. Είχε κόψει το κάπνισμα εδώ και δύο χρόνια, αλλά αυτή τη στιγμή, στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν μπορούσε να καπνίσει όσα πακέτα αντιστοιχούσαν σε αυτά τα δύο χρόνια αποχής.
Περπατούσε πάνω-κάτω στην προβλήτα με το τσιγάρο στο ένα χέρι και το χαρτοφύλακα με τα χαρτιά της δουλειάς στο άλλο. Μόλις αντίκρισε τον κάδο για τα σκουπίδια βιάστηκε να τον πετάξει μέσα. Δεν θα τον χρειαζόταν πια. Πριν από μία ώρα, τον είχαν απολύσει.
Σταμάτησε απότομα να περπατά, καθώς μια φωνή μέσα στο μυαλό του τον είχε καθηλώσει. Στάθηκε ακίνητος, λες και είχε το διευθυντή της εταιρείας στην οποία μέχρι πρότινος εργαζόταν εκείνη τη στιγμή μπροστά του να του μιλάει με το σοβαρό του ύφος.
«Κύριε Οικονόμου, γνωρίζετε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εταιρεία μας τον τελευταίο χρόνο. Εκτιμούμε ότι τόσα χρόνια εργαστήκατε σκληρά για εμάς, ωστόσο, μετά λύπης θα πρέπει να σας ανακοινώσουμε τη διακοπή της συνεργασίας μας…».
Αυτά ήταν πάνω-κάτω τα λόγια του διευθυντή. Σίγουρα θα έκανε έναν πρόλογο, σίγουρα θα του αράδιασε ένα σωρό λόγια, αλλά ο Δημήτρης περίμενε με την  καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, με τα πόδια του να τρέμουν τις λέξεις που ήρθαν και τον πόνεσαν σαν καρφιά. Το τι έγινε μετά, το θυμάται αμυδρά, σα να μην το έζησε ο ίδιος, αλλά ένας άλλος που του έμοιαζε.
Τώρα που έφερνε τα γεγονότα ξανά στο μυαλό του σαν εξωτερικός παρατηρητής, διαπίστωνε ότι έπρεπε να χειριστεί αλλιώς την κατάσταση. Δεν θα έπρεπε να έχει φύγει από το γραφείο του διευθυντή αμίλητος και ταπεινωμένος. Έπρεπε να μιλήσει, ίσως και να φωνάξει, για τα χρόνια που δούλεψε για την εταιρεία, για τα χρόνια που προφανώς δεν είχαν καμία σημασία για τους ανωτέρους του.
Έπρεπε να μιλήσει. Λόγια που θα έπεφταν στο κενό. Γιατί ήξερε. Ήξερε, αλλά ξέχασε μέσα στη σύγχυση και στην έλλειψη ψυχραιμίας. Η εταιρεία όντως δεν πήγαινε καλά. Πριν από αυτόν είχαν απολυθεί άλλοι συνάδελφοι και φίλοι του με τα διπλάσια χρόνια δουλειάς από εκείνον. Εκείνες οι μέρες των μαζικών απολύσεων, έξι μήνες πριν, ήταν οι χειρότερες για όλους.
Έφερε στο μυαλό του κινήσεις μηχανικές και βλέμματα σκοτεινά. Όσοι έφευγαν δεν κοίταζαν γύρω τους, ούτε άκουγαν τα λόγια παρηγοριάς που ήξεραν ότι ήταν για να ανακουφίσουν τον πόνο της στιγμής. Όσοι έφευγαν, άντρες και γυναίκες σαράντα και πενήντα χρονών, με μια ζωή τακτοποιημένη μέχρι τώρα έκλειναν την γυάλινη πόρτα πίσω τους με μάτια υγρά. Έκλειναν μια πόρτα και στέκονταν μπροστά στο χείλος του γκρεμού, παλεύοντας με νύχια και με δόντια να μην πέσουν. Τότε ήταν που ξεκινούσε το δράμα τους. Ένα δράμα που κανείς δε τους ρώτησε αν άντεχαν να ζήσουν. Όσοι έμεναν πίσω κοιτάζονταν μεταξύ τους συνωμοτικά και ύστερα έριχναν κλεφτές ματιές στην μαύρη πόρτα που οδηγούσε στο γραφείο του διευθυντή. Έπνιγαν την ανησυχία στα χαρτιά και στους υπολογισμούς και όσο πέρναγαν οι μέρες και δεν άκουγαν το δικό τους όνομα συνέχιζαν κανονικά τη δουλειά τους. Και όσο κρατήσει το «όνειρο». Μέχρι να τους ξυπνήσει μια φωνή που θα μετέτρεπε το όνειρο σε εφιάλτη.
Γραφεία και καρέκλες άδειαζαν κάθε μέρα. Τελικά, ξεχνούσες που καθόταν ο ένας και που ο άλλος. Σα να μην πέρασαν ποτέ από εδώ. Σα να μη υπήρξαν ποτέ στον ίδιο χώρο με σένα. Ήταν εκεί, όμως. Τα πρωινά της Δευτέρας, όταν πήγαινες να φτιάξεις καφέ σε καλημέριζαν με χαμόγελο και σε ρωτούσαν πως πέρασες το Σαββατοκύριακο. Τις Παρασκευές σε ρώταγαν τι θα κάνεις το βράδυ και σου υπενθύμιζαν το ραντεβού για φαγητό την Κυριακή το μεσημέρι. Υποσχέθηκες ότι θα τους παίρνεις κάθε μέρα τηλέφωνο. Να δεις τι κάνουν. Να σου μιλάνε για τα προβλήματα τους. Το υποσχέθηκες, αλλά θα το κάνεις; Ή μήπως φοβάσαι για το τι θα ακούσεις; Θα σου έλεγαν ότι είναι καλά, αλλά θα άκουγες το αντίθετο. Θα σου έλεγαν ότι δεν βάζουν πια το ξυπνητήρι να χτυπάει και ότι επιτέλους απολαμβάνουν τον ύπνο τα πρωινά, αλλά δεν θα τους πίστευες. Θα περνούσαν τις δυσκολότερες νύχτες της ζωής τους. Θα στριφογύριζαν στο κρεβάτι σαν τις σκέψεις που στριφογύριζαν στο μυαλό τους. Θα κοίταζαν το ταβάνι στις τέσσερις το πρωί και μετά στις πέντε και στις έξι.
Ήταν η σειρά του να ζήσει όλα όσα φανταζόταν ότι ζούσαν οι πρώην συνάδελφοι του. Ήταν αδύνατο να μη σκέφτεται αρνητικά. Όλες οι άσχημες λέξεις που ήταν κρυμμένες στις αποθήκες του μυαλού του βγήκαν και έστησαν χορό. «Αδιέξοδο», «προοπτική μηδέν», «τέλος». Ειδικά, αυτή η τελευταία λέξη εμφανιζόταν μπροστά του με κεφαλαία και με μικρά γράμματα, ασπρόμαυρη και πολύχρωμη.
Κοίταξε το ρολόι του. Είχε ήδη μεσημεριάσει. Δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα και δεν είχε καν προετοιμαστεί για το πώς θα ανακοινώσει το νέο στην Ελένη, τη γυναίκα του. Η Ελένη ήταν το μεγαλύτερο του άγχος αυτή τη στιγμή γιατί τα παιδιά του πάντα τον καταλάβαιναν, ενώ εκείνη σχεδόν ποτέ. Από τότε που παντρεύτηκαν, η Ελένη σταμάτησε να δουλεύει και τα περίμενε όλα από το Δημήτρη. Εκείνος ήταν ο άντρας του σπιτιού, η κολόνα, ο κουβαλητής. Πόσες φορές δεν είχε ακούσει τις στερεότυπες αυτές λέξεις να βγαίνουν από το στόμα της; Και πόσες φορές δεν είχε νιώσει το βάρος της ευθύνης πάνω στους ώμους του;
Πήγε με τα πόδια στο σπίτι. Όταν μπήκε, το βρήκε άδειο. Γύρισε και κοίταξε σε όλα τα δωμάτια. Δεν ήταν κανείς. Μετά από λίγα λεπτά, άκουσε το κλειδί να γυρνά στην πόρτα και είδε την Ελένη να μπαίνει χαρούμενη με σακούλες από μαγαζιά. Ο Δημήτρης στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Όταν τον είδε η χαρά της μετατράπηκε σε απορία και έκπληξη.
«Δημήτρη, τι κάνεις στο σπίτι τέτοια ώρα;», ρώτησε.
Ο Δημήτρης κατέβασε το κεφάλι του, σα να παραδεχόταν την ήττα  του. Μια ήττα σε μια μάχη άνιση.
Η σιωπή τους βρήκε στο σαλόνι. Η Ελένη καθόταν στον καναπέ, προσπαθώντας να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που είχαν εισβάλλει σαν σίφουνας στο κεφάλι της. Ο Δημήτρης στεκόταν όρθιος και κοίταζε έξω από το παράθυρο.
«Και τώρα …τι θα κάνουμε;».
Την περίμενε αυτή την ερώτηση. Την είχε κάνει χιλιάδες φορές στον εαυτό του από το πρωί. Μα, κάθε φορά απάντηση δεν έβρισκε. Ούτε και τώρα.
«Δεν ξέρω, Ελένη. Ειλικρινά. Μη μου κάνεις τώρα αυτή την ερώτηση. Όχι σήμερα. Σε παρακαλώ».
Ο θυμός φούντωνε μέσα του. Κοίταξε την γυναίκα του που καθόταν άβουλη. Δεν είχε να πει τίποτα άλλο, δηλαδή; Πάλι όλα τα περίμενε από εκείνον; Κανονικά, τώρα έπρεπε να στέκεται δίπλα του και να του μιλά. Ή να μην λέει τίποτα, αλλά να αισθάνεται τουλάχιστον από το βλέμμα στα μάτια της ότι τον καταλαβαίνει, ότι ξέρει τι περνάει. Να ήξερε άραγε; Σίγουρα θα ήξερε, αλλά δεν θα την ένοιαζε. Όταν την ξανακοίταξε δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε βγάλει τα ρούχα που είχε αγοράσει από τις σακούλες και τα κοίταζε. Δεν άντεχε άλλο. Έτρεξε γρήγορα προς την πόρτα, την άνοιξε και ξεχύθηκε στα σκαλιά. Η φωνή της Ελένης τον ακολούθησε μέχρι την έξοδο. «Δημήτρη, πού πας;».
Είχε βραδιάσει. Τα φώτα είχαν ανάψει και τον κύκλωναν. Σε λίγες ώρες η μεγαλύτερη μέρα της ζωής του θα έφτανε στο τέλος της. Για την ώρα καθόταν σε μια καφετέρια από το μεσημέρι. Και κάπνιζε. Κάπνιζε πολύ. Ευτυχώς που δεν τον ενόχλησε κανείς όση ώρα βρισκόταν εκεί, αν και αυτή τη φορά διέκρινε κάποια περίεργα βλέμματα.
Πειραιάς-Ομόνοια το πρωί. Ομόνοια-Πειραιάς το απόγευμα. Κάθε μέρα. Για δεκαπέντε χρόνια τώρα. Δεκαπέντε χρόνια. Όσο ήταν και ο μεγάλος του γιος. Θυμάται καλά την εποχή που τον προσέλαβαν. Ήταν ακριβώς ένα μήνα μετά τη γέννηση του γιου του. Πόση ευτυχία είχε νιώσει για αυτές τις δύο σημαντικές στιγμές που του έτυχαν μαζί.
Δεν είναι εύκολο να ξεχάσεις τη ρουτίνα, την καθημερινότητα που βιώνεις για χρόνια. Μια διαδρομή προδιαγεγραμμένη στο ίδιο πάντα βαγόνι. Στο τελευταίο. Άνθρωποι όλων των ηλικιών να μπαίνουν και να βγαίνουν στις στάσεις. Άνθρωποι με διαφορετικά προβλήματα και στεναχώριες ο καθένας. Τόσα χρόνια είχε μάθει να ξεχωρίζει  τι ένιωθαν οι γύρω του. Τόσα χρόνια είχε δει χιλιάδες πρόσωπα, όμορφα και άσχημα, αδιάφορα και ιδιαίτερα. Και κάποιες φιγούρες που με τον καιρό γίνονταν γνώριμες. Να είναι εκεί κάθε πρωί. Να μεγαλώνουν όσο περνούσαν τα χρόνια. Όπως ακριβώς μεγάλωνε και ο ίδιος.
Τώρα πια δεν θα έκανε την ίδια διαδρομή ποτέ ξανά. Θα χάνονταν τα πρόσωπα, όπως χάνονται τα βαγόνια καθώς τρέχουν να φτάσουν στον επόμενο σταθμό. Μα πάνω από όλα θα έχανε τον εαυτό του, το ήξερε από την αρχή αυτό. Τη σιγουριά, την αυτοπεποίθηση που νιώθεις όταν προσφέρεις, όταν κάνεις κάτι και το κάνεις καλά όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για σένα. Θα το ένιωθε ποτέ ξανά αυτό το συναίσθημα; Ήταν σαράντα πέντε χρονών και από σήμερα το πρωί ήταν άνεργος. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να βρει μια δουλειά, μια οποιαδήποτε δουλειά, δεν είχε σημασία πλέον; Πόσες αντοχές είχε να ψάξει ξανά από την αρχή, όπως τότε που ήταν μικρότερος;
Δεν μπορούσε να μείνει άλλο έξω. Δεν μπορούσε να αποφεύγει τη γυναίκα του. Άραγε θα το είχε πει στα αγόρια τους ή θα περίμενε πάλι από τον ίδιο να το κάνει; Έπρεπε να της μιλήσει. Έπρεπε να την κάνει να καταλάβει την κατάσταση. Ίσως θα έπρεπε να ψάξει και εκείνη για δουλειά, κάτι που έλεγε ότι θα κάνει χρόνια τώρα, αλλά ποτέ δεν έκανε. Και από την άλλη, έπρεπε να τον βοηθήσει. Τώρα την χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ. Δεν μπορούσε να το περάσει μόνος του όλο αυτό. Όσο αδιάφορη και να ήταν στα προβλήματα που τώρα δημιουργούνταν, έπρεπε να τα αντιμετωπίσει.
Όταν έφτασε στο σπίτι, τον υποδέχτηκαν τα παιδιά του. Τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν και του είπαν να μη στεναχωριέται. Προφανώς τους είχε μιλήσει η Ελένη. Αμέσως, έφυγε ένα βάρος από πάνω του. Ρώτησε τα παιδιά που ήταν η μητέρα τους και του είπαν ότι είχε πονοκέφαλο και πήγε στο δωμάτιο τους να ξαπλώσει λίγο. Εκεί την βρήκε ο Δημήτρης, αλλά δεν ξεκουραζόταν. Μόλις τον είδε, έτρεξε να τον αγκαλιάσει.
«Συγγνώμη, Δημήτρη. Ειλικρινά, συγγνώμη!».
Αυτά ήταν τα λόγια που του είπε. Δεν χρειαζόταν να της μιλήσει, δεν χρειαζόταν να της εξηγήσει τίποτα. Μίλησε εκείνη και τα είπε όλα. Του ζητούσε συνεχώς να την συγχωρέσει. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια τα περίμενε όλα από εκείνον, χωρίς να κάνει τίποτα, γιατί ξόδευε τα δικά του λεφτά, γιατί δεν έψαξε για μια δουλειά, όταν ήξερε ότι θα μπορούσε να βρει κάτι για να προσφέρει και εκείνη στην οικογένεια. Μα, πάνω από όλα τον διαβεβαίωνε ότι θα πέρναγαν μαζί την δύσκολη περίοδο που άρχιζε από το επόμενο πρωί. Δε θα τον άφηνε να πέσει στα σκοτάδια της ανεργίας και της αβεβαιότητας μόνος του.  Του τα έλεγε όλα αυτά και ο Δημήτρης με κάθε λέξη της διαπίστωνε πόσο λάθος είχε κάνει για εκείνη.
Εκείνο το βράδυ, ο Δημήτρης δεν κοιμήθηκε. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια που δεν θα ξυπνούσε μια συγκεκριμένη ώρα για να ακολουθήσει το πρόγραμμά του. Σκεφτόταν τα βαγόνια του τρένου να φεύγουν χωρίς εκείνος να είναι μέσα. Και όταν κατάφερε να κοιμηθεί, νωρίς το πρωί, είδε ένα περίεργο όνειρο. Είδε τον εαυτό του μέσα σε ένα βαγόνι τρένου που απέξω έγραφε «Πειραιάς-Ομόνοια». Μόνο που το βαγόνι δεν έκανε την συνηθισμένη του διαδρομή, αλλά αποσυρόταν από την κυκλοφορία. Αποσυρόταν για λίγο. Κάπως σαν εκείνον, δηλαδή. Για να ακολουθήσει αργότερα μια άλλη, μια διαφορετική διαδρομή.


Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

ΕΝ ΕΤEI 2000 ΚΑΙ ΚΑΤΙ



 της Λένας Λοίζου

Πόσες ζωές στοιβαγμένες
στο σωρό της απελπισίας
Επιβιώνουν στο σκοτάδι,
αποζητούν την ουσία του χτύπου τους,
κυκλοφορούν στα σοκάκια
για να βρουν μια θέα
αντάξια ενός παριζιάνικου καμβά.
Το περπάτημα χαλαρό και
ασταθές καθώς είναι
φοβάται μην συναντήσει
την ξεχασμένη ομορφιά των δακρύων.
Τα πρόσωπα θάλασσες ολόκληρες
που καμία στεριά δεν στάθηκε ικανή
να τα φιλοξενήσει.
Χέρια κουρασμένα
από τη διαρκή πάλη της τριβής, 
ξεχαρβαλωμένα από την αχρηστία 
των πεπραγμένων.
Ένα όνειρο να τα σκεπάζει
όλα χωρίς εξήγηση για το πώς κυριεύσε
την αχρωμία της συντριβής. 
Ένας όλεθρος πανταχού παρόν,
ξεριζώνει την ενδοφλέβια πυγμή, 
συνθλίβει την εν δυνάμει τελειότητα
της ευτυχίας,   
αποκαλύπτει την ανυπολόγιστη
αδυναμία του εαυτού μας.
Μα σαν έρθει η γενεσιουργός εποχή,
ας ανοίξουν τα βλέμματα μας
στο άπειρο των μαρασκινών κήπων των ματιών μας .