Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Στο τέλος του έρωτα

της δικής μας Ευσταθίας Τσιγκάνου
 

Ο ένας στο κορμί του άλλου
ψαύει τις νεκρωμένες νευρικές απολήξεις,
πύλες κάθε πόνου και ευχαρίστησης.
Χαιδεύει τα σημάδια  αρχαίων πληγών-
τον πρώτο αποχωρισμό,
την ανεξίτηλη απόρριψη,
την πιό βαθιά  ντροπή.

Από το  σεντούκι των προγόνων
ξεδιπλώνουμε τον πόνο
και ξανατυλίγουμε μέσα τη χαρά,
ήρεμα,
με σίγουρα χέρια,
ξέροντας ότι
στο τέλος του έρωτα,
μετά την απο-γοήτευση
περιμένει το όνειρο.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Η ζωή στο δάσος

του Βασίλη Βλάχου 
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)
  
Ακόμη μια μέρα ξεκινάει στο δάσος. Μια συνηθισμένη σκηνή λαμβάνει χώρα. Ανάμεσα στα δέντρα ο λύκος κυνηγάει ένα λαγουδάκι. Η μάχη κρίσιμη, μάχη ζωής και θανάτου. Ή σωστότερα μάχη ζωής ή θανάτου. Ο λαγός τρέχει και τρέχει, χοροπηδάει πάνω από πεσμένους κορμούς και ρυάκια. Ο λύκος σιγά σιγά κερδίζει έδαφος. Ο λαγός συνεχίζει αλλά εχει αρχίσει να κουράζεται. Σε μία απότομη στροφή ανάμεσα σε δύο πλατάνους ρίχνει μία κλεφτή ματιά. Ο μ*¨»?>»ας ο λύκος ακόμη τρέχει ξωπίσω. Κοιτάει στον κορμό. Μία φράση ήταν μισοχαραγμένη. « Η ζωή είναι αλλού» , έγραφε στο δέντρο,με υπογραφή Α.Λ. ( απεγνωσμένοι λαγοί ) .
Κάτι άλλαξε μέσα στον λαγό. Αποφάσισε να μην δεχτεί το πεπρωμένο. Αρπάζει ένα πεσμένο κουκουνάρι και το πετάει με μανία. Ο λύκος το δέχτηκε στο κούτελο, αρχικά ξαφνιάστηκε αλλά δεν μάσησε. Σε λίγο ο λαγός ήταν ακόμη ένας μεζές στο στόμα του λύκου.
Ένας νεαρός λαγός παρακολούθησε την σκηνή. Τα πήρε στο κρανίο και αποφάσισε να μιλήσει στους άλλους. Πήγε στην πρώτη φωλιά λαγών, πήγε στην δεύτερη, πήγε στην τρίτη, έφαγε όλη την μέρα, κυνηγημένος και από αρπακτικά, και τελικά κατάφερε να πείσει κάποιους να συναντηθούν σε μία κουφάλα. Βλέπεις οι περισσότεροι φοβόντουσαν να συννενοηθούν με τους άλλους, αλλά επειδή δεν ήθελαν να πούνε τον λόγο, είτε απαξίωναν είτε αδιαφορούσαν για τα λεγόμενα του νεαρού. 
«Δεν αλλάζει τίποτε» έλεγαν.
Ο νεαρός αποφάσισε να τους μαζέψει μέσα σε ένα τεράστιο δέντρο που είχε σκιστεί στα δύο από ένα κεραυνό. Η συνέλευση στην κουφάλα διήρκησε πέντε ημέρες. Τις τρείς πρώτες τσακώνονταν οι δύο τάσεις που αναπτύχθηκαν. Οι μισοί θέλανε να συννενοηθούν με τους λύκους ώστε να μην τους τρώνε όλους, αλλά να δίνουν ένα ποσοστό λαγών κάθε μήνα. Οι υπόλοιποι τους κατηγόρησαν για οπορτουνισμό και έτσι αποχώρησαν. 'Οσοι έμειναν συζητούσαν άλλες δύο μέρες για το πως θα διαχειριστούν την ελευθερία τους αφού θα νικήσουν τους λύκους, και για το ποιός θα έχει την κεντρική εξουσία.
Ο νεαρός εκνευρίστηκε ακόμη πιο πολύ και έφυγε τρέχοντας και αποφάσισε να δράσει μόνος. Πήγε στην φωλιά των λύκων και την έκαψε. Οι λύκοι ξαφνιάστηκαν από το σκηνικό, αλλά οι λαγοί δεν άδραξαν την ευκαιρία να επωφεληθούν από την αμηχανία που προκάλεσε η πράξη στον αντίπαλο. Οι λύκοι αφού συνήλθαν από το σοκ εξαπέλησαν τρομερή επίθεση εναντίων των λαγών. Οι λαγοί φοβισμένοι, καταδίκασαν την επίθεση στην φωλιά των λύκων, και κατηγόρησαν τον άγνωστο δράστη οτί με την πράξη του ευνόησε τους αντίπαλους, και τους έδωσε την αφορμή να επιτεθούν ολοκληρωτικά. Μάλιστα κάποιοι είπαν οτί κάποιος πράκτορας των λύκων την έβαλε την φωτιά, για να τους δώσει το έναυσμα της επιθέσεως.
Τελικά τον νεαρό τον βρήκαν μετά από λίγο καιρό. Οι λύκοι τον έφαγαν στα γρήγορα και οι λαγοί αποφάσισαν να τον ξεχάσουν. Μόνο κάποιοι τραγουδούσαν και τραγουδούν ακόμη στα κρυφά το ονομά του.


                                                                    Εις μνήμην του Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε.
                                                                                      (1909-1934)

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ "ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΙ ΦΟΒΟΙ"

Είναι μεγάλη τιμή για το ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ και μας δίνει ιδιαίτερη χαρά η βράβευση του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου και της ποιητικής συλλογής του ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΙ ΦΟΒΟΙ στο 33ο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας (το οποίο τελειται από το 1980 υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Πατρών), με το 2ο βραβείο νέου ποιητή. Του εκφράζουμε τα θερμότερα συγχαρητήριά μας και του ευχόμαστε να έχει πάντα επιτυχίες και να ομορφαίνει τη ζωή μας με τη ποίησή του.

κλουβί δίχως πουλί

του, δικού μας, Χρήστου Αρμάντο Γκέζου

Ένα σπίτι φτιαγμένο με άχυρα
φτιαγμένο με ξύλα
μια μικρούλα ποτίστρα στην άκρη
με νερό λερωμένο
γεμάτο αίμα φτερά κι ακαθαρσίες
κι εσύ το πουλί στη γωνιά λαβωμένο
ο λαιμός σου στο στήθος να πέφτει
από το ράμφος σου στάζουν όνειρα
λιωμένα
πέφτουν στο πάτωμα πέφτουν και πέφτουν
ανακατεύονται με τα δάκρυα
γίνονται λάσπη.

Κάποτε η πόρτα ανοίγει
τετράγωνο από φως
εσύ δεν το περίμενες ποτέ
ξαφνιάζεσαι
σηκώνεσαι τραντάζεις τα φτερά σου
περνάς την πόρτα
χαμογελάς
σε τρώει η γάτα.  

Τα άγουρα χρόνια του Σούρα

της, δικής μας, Φωτεινής Ναούμ

Σούρα με λένε με το όνομα. Ζω σ' αυτή τη γειτονιά πάνω από τριάντα χρόνια τώρα. Το κανονικό μου όνομα είναι Αλέξης, μα ποιος νοιάζεται πια; Το μαγαζί που βλέπεις είναι δικό μου. Δέκα πέντε χρόνια έχει που πέρασε στα χέρια μου. Καλή δουλειά. Μεγάλη κονόμα τα χρόνια τα καλά. Έφυγα από το χωριό μου στα δώδεκα. Χαμίνι, μεγάλωσα μέσα στους δρόμους. Η μάνα μου, χήρα με άλλα δυο παιδιά, ήξερε πως μπάρκαρα και θαλασσοπνιγόμουν στα ξένα. Της ήταν πιο εύκολο να το ξέρει αυτό. Κανείς δεν της είπε μέχρι τότε τι φουρτούνες πιάνουν στη στεριά.
Στην αρχή ήταν δύσκολα. Ξένος μεταξύ αγνώστων. Μικρός ήμουν. Νιόβγαλτο παιδί. Πιτσιρικάς. Αλλά είχα μπέσα και όπως έλεγε ο Παναγής, μάτια καθαρά. Με τράβηξε κοντά του. Όχι αμέσως. Ξεκίνησα με μικροκλοπές. Πορτοφόλια, τσάντες, καμία διάρρηξη της πλάκας. Εύκολη δουλειά. Έβγαζα το κατιτίς μου να πιω, κάτι να φάω, κάπου να κοιμηθώ. Μετά ήρθε η Νόνα. Το πραγματικό της όνομα Τασούλα. Από ένα χωριό πολύ κοντά στο δικό μου. Μόλις το μάθαμε σαν να μας έδεσε απότομα. Κολλήσαμε. Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Εγώ έφτασα τα δέκα τέσσερα, εκείνη κοντά στα δέκα εφτά. Πουτανίτσα ήταν. Έτσι μου λέγανε, μα δεν μ' ένοιαζε. Σάμπως τι ήμουν κι εγώ; Ένας μικρός λωποδυτάκος με την τύχη του πρωτάρη που μ' ακολουθούσε δύο χρόνια στη σειρά. Ποινικό μητρώο, καθαρό. Ούτε μια κηλίδα τόση δα να μου μουτζουρώνει το όνομα. Κούτελο καθαρό.
Η Νόνα εξαφανίστηκε λίγο καιρό μετά. Άλλαξε σπίτι. Δούλευε για τον Νώντα απ' τον Μυστρά. Σπανίως την έβλεπα και ακόμη τότε όχι για πολύ. Ήταν μονίμως κουρασμένη. Μονίμως φοβισμένη. Όσα αστεία και αν της έλεγα κανένα χαμόγελο δεν έλεγε να φανεί. Μεγάλωσε απότομα μέσα σε λίγους μήνες. Βαφόταν βαριά κι έντονα. Τα μάτια της μισόκλειστα από την κούραση, τα δικά μου πάλι ορθάνοιχτα από την υπερένταση. Ένιωθα μόνιμα κυνηγημένος κι ας μη με κυνηγούσαν ακόμα. Ίσως να ‘ταν και οι ενοχές μου, ίσως το ένστικτο. Τι να πω, όπως σας είπα, ήμουν ακόμη παιδί αθώο κι άμαθο μακριά απ' την αγκαλιά της μάνας…

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Αυτό το δωμάτιο μυρίζει καινούργιο


της Νάνσυ Αγγελή

Αυτό το δωμάτιο μυρίζει καινούργιο. Είναι σαν να’ μαι εγώ ο πρώτος του ένοικος. Είναι οι τοίχοι του λευκοί. Μοιάζουν μάλλον χάρτινοι, ή καλύτερα άυλοι ή πολύ λεπτοί. Τους αγγίζω και μια αίσθηση λεπτού, γυαλιστερού υφάσφατος διαπερνά τα παγωμένα ακροδάχτυλα μου. Είναι ένα ύφασμα που φουσκώνει στον άνεμο, ένα ύφασμα έτοιμο να σκιστεί σα παλιά φόδρα. Αλλά όχι. Η φόδρα είναι καινούργια και το δωμάτιο αυτό δεν πέφτει εύκολα, συνεχίζει να με περικλείει σθεναρά, παρά την φαινομενική ευθραστότητα. Είμαι άνετα καθισμένος στο δωμάτιο αυτό κι όμως δεν μπορώ να κουνηθώ. Είναι σαν να’ μαι εγώ ο πρώτος του ένοικος και είναι σαν το δωμάτιο αυτό να φτιάχτηκε στα μέτρα μου. Τόσο ακριβές που καταλήγει ασφυκτικό. Δεν νιώθω λύπη, ούτε απορία, μοιάζει φυσικό όλο αυτό το αφύσικο, σαν να έρχοταν προς τα μένα από μακριά, από πάντα. Θα ήθελα να ανάψω ένα τσιγάρο, αλλά απ’ όσο καταλαβαίνω απαγορεύεται, το δωμάτιο δεν το επιτρέπει. Δεν μου μένει τίποτα άλλο απ’ το να κάθομαι με σταυρωμένα χέρια. Πάνω που έχω αρχίσει να γλαρώνω- τα μάτια κλειστά, τα χείλη σφιγμένα- ακούω υπόκωφα χτυπήματα. Λέτε να μου χτυπούν την πόρτα;       

Στο παγκάκι


της Νάνσυ Αγγελή

Το παλιό ξύλινο παγκάκι στεκόταν διακριτικά στην άκρη της πολυσύχναστης πλατείας, απόλυτα ξένο προς τα ουρλιαχτά των παιδιών και το βουητό των βιαστικών περαστικών και των αυτοκινήτων, σαν μια μικρή σχεδία που λικνίζεται απαλά στη μέση του ωκεανού.  Πάνω στα γδαρμένα του γόνατα κάθονταν, στητή και κάπως μελαγχολική η γηραιά κυρία. Εκείνη η γηραία κυρία δεν φορούσε άσπρο φουστάνι, ούτε υπήρχε φεγγάρι να κάνει χρυσά τα μαλλιά της. Στο διαυγές φως του ανοιξιάτικου απογεύματος οι λευκές ρίζες του κεφαλιού της έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το θαμπό καφέ χρώμα της υπόλοιπης, ξεχτένιστης κόμης, μιας κόμης λουσμένη σε φθηνή λοσιόν. Κατάλαβα γρήγορα ότι η συγκεκριμένη γηραιά κυρία είχε την φανταστική ιδιότητα να μιλά καταφέρνοντας να διατηρεί ερμητικά ακίνητα όλα τα μέλη του σώματος της, εκτός από το μικρό ξεθωριασμένο στόμα. Απ’ αυτό το στόμα, σαν κηλίδα, σαν απροσδιόριστο λεκέ, οι προφερόμενοι ήχοι μόλις που ακούγονταν, όμοια με ελαφριές πατημασιές πάνω σε βαρύ πέρσικο χαλί. Η κυρία μιλούσε, δεν σταματούσε να μιλά, μιλούσε με σταθερό ρυθμό, κάνοντας παύσεις και συνεχίζοντας. Δεν ήξερες τί έλεγε, μα ήξερες πως το σιγανό μουρμουρητό της παράξενης ομιλίας της συνέχιζε ατέρμονο, επίμονο, με μια παράλογη συγκέντρωση, μια παρανοϊκή προσήλωση σ’  έναν μυστικό ειρμό που δεν καταλάβαινε από ηλιόλουστα απογεύματα, ανθισμένα πάρκα και κόκκινα φανάρια. Όσο διάρκεσε αυτός ο αργόσυρτος μονόλογος, η γηραία κυρία δεν γύρισε ποτέ να κοιτάξει τον γηραιό κύριο που κάθοταν δίπλα της σε απόσταση αναπνοής. Τους ένωνε η ίδια απροσπέλαστη ακινησία, το βλέμμα στραμμένο προς έναν ορίζοντα ολοένα και πιο μακρινό, οι αναμνήσεις ή ο θάνατος. Ρούφηξα την τελευταία γουλιά καφέ, κοίταξα το ρολόι και σηκώθηκα βιαστικά αφήνοντας τους πίσω μου.             
 

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

πώς

της Τίνας Παπαβασιλείου

Σ' αγαπώ
Ακριβώς όπως το χέρι 
Ξεκλειδώνει κάποιο μυστικό κουτί.
Όπως αφήνεται το νεκρό φύλλο στο χώμα
Όπως το κύμα γίνεται αφρός
Και σκάει σε ένα βότσαλο
Όπως μια ηλιαχτίδα
Πλανιέται και φωτίζει
Τα πάντα
Μόνο που κάποτε, κάπου δεν θα φτάσει ποτέ.
Και γίνεται εκεί σκιά.

Όπως ο αέρας αγαπάει τα νησιά
Και όπως φοβάται ο φυλακισμένος τους ήχους τα βράδια
Όπως οι αυλές αγαπούν τα παιδιά
Που χτυπούν τα γόνατά τους
Έχει η αγάπη μου μέσα της κλεισμένη 
Τη δύναμη μα και την κούραση
Του ανθρώπου που περπάτησε πολύ
Σε κτήματα άγονα
Σε θάλασσες στείρες
Σε σκοτεινούς ουρανούς και απέραντους
Κι έχει αυτή η αγάπη κλειδωμένο μέσα της
Το φόβο ενός ονείρου ανείπωτου
Που νιώθεις μόνο όταν ονειρεύτηκες πολύ στη ζωή σου
Μα δεν στέριωσε τίποτα
Και τίποτα δεν άξιζε.

Έχει η αγάπη μου για σένα
Μια εμμονή να υποκρίνεται
Ότι είναι μικρότερη από όσο εσύ τη βλέπεις.
Γιατί σε αγάπησα όπως κοίταξε ένα παιδί μια φορά
Μέσα από μια κλειδαρότρυπα
Δειλά και γενναία
Συνωμοτικά και παράνομα.
Όπως ξεχύθηκε το γεράκι
Σε έναν ουρανό μια φορά
Για να καταθέσει σε αυτόν την ψυχή του
Έχει η αγάπη μου για σένα 
Κλεισμένη μέσα της 
Μια ευωδιά από θάνατο.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ "ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΙ ΦΟΒΟΙ"



Είναι μεγάλη τιμή για το ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ και μας δίνει ιδιαίτερη χαρά η βράβευση του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου και της ποιητικής συλλογής του ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΙ ΦΟΒΟΙ στο 33ο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας (το οποίο τελειται από το 1980 υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Πατρών), με το 2ο βραβείο νέου ποιητή. Του εκφράζουμε τα θερμότερα συγχαρητήριά μας και του ευχόμαστε να έχει πάντα επιτυχίες και να ομορφαίνει τη ζωή μας με τη ποίησή του.